Με τον Ισίδωρο (Σιδέρη) Τσιμίνη, γνωστό επαγγελματία μελισσοκόμο της Αττικής, συνεργαζόμαστε εδώ και ενάμιση περίπου χρόνο στα πλαίσια ενός προγράμματος πειραματικής αρχαιολογίας στο οποίο συμμετέχουμε και οι δύο. Λόγω ακριβώς της συνεργασίας μας αυτής γίναμε κοινωνοί των «αιρετικών» του απόψεων αναφορικά με την άσκηση της μελισσοκομίας.
Θεωρεί ο εν λόγω μελισσοκόμος πως η έλευση και η καθολική στην πορεία επικράτηση της πλαισιοκυψέλης (που επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη δωρεάν παραχώρησή της ή την επιδότησή της) είχε για τη μελισσοκομία της χώρας μας μάλλον αρνητικά αποτελέσματα! Κυρίως γιατί χάθηκε πολύτιμη μελισσοκομική γνώση αιώνων.
Κατά την άποψή του η μελισσοκομία με (παραδοσιακές) κυψέλες κινητής κηρήθρας, στις κλιματολογικές συνθήκες της Αττικής ή παρόμοιες, μπορεί να είναι αποδοτικότερη σε προϊόντα από την αντίστοιχη με τις σύγχρονες πλαισιοκυψέλες, ενώ και τα έξοδα είναι σημαντικά λιγότερα – δεν απαιτούνται πλαίσια, συρματώματα, διαφύλαξη κηρηθρών, εργατικά για μια σειρά χειρισμών, ειδικός εξοπλισμός κ. α.
Γίναμε επίσης γνώστες των σχεδίων του, βάσει των οποίων σκοπεύει (ήδη ξεκίνησε) να εφαρμόσει στην πράξη τις απόψεις του, ασκώντας μελισσοκομία σε επαγγελματικό επίπεδο με τη χρήση βελτιωμένων βρασκιών! Μετά από πειραματισμό τριών χρόνων με τα παραδοσιακά βρασκιά κατέληξε σε μια σειρά αλλαγών δικής του έμπνευσης και παρήγγειλε την κατασκευή 500 τέτοιων βελτιωμένων βρασκιών, τα οποία έχει πλέον παραλάβει.
Οι διαφορές των πήλινων κυψελών του Τσιμίνη σε σχέση με τα παραδοσιακά βρασκιά αφορούν στο σχήμα – παρουσιάζουν μια πιο έντονη σύγκλιση των πλαϊνών τοιχωμάτων προς τη βάση, στο μέγεθος – είναι αισθητά μικρότερες, στην ύπαρξη πατούρας κοντά στο χείλος για την τοποθέτηση των κηρηθροφορέων και στο διαφορετικού σχήματος καπάκι, το οποίο έχει σχήμα κόλουρου κώνου, δημιουργώντας έτσι χώρο πάνω από τους κηρηθροφορείς. Το καπάκι αυτό εφαρμόζει στο χείλος της κυψέλης. Πάνω από την είσοδο υπάρχει κυκλική οπή διαμέτρου 1,5 εκ. όπως συμβαίνει και στα περισσότερα βρασκιά της Κρήτης, με διάμετρο όμως εκεί στο 1 εκ. Στα παραδοσιακά βρασκιά η τρύπα αυτή γινόταν, κατά τον Χρ. Ζυμβραγουδάκη (1979), για «την εκπνοή του σμήνους», ενώ «στο ύψος της ήταν η στάθμη διαχωρισμού του κατάλληλου χώρου για την ανάπτυξη του σμήνους (προς τα πάνω)». Ορισμένες από τις αλλαγές στο βρασκί που είχε αρχικά σκεφτεί και για τις οποίες μας είχε προ έτους μιλήσει (Μαυροφρύδης, 2007), φαίνεται πως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και τελικά απερρίφθησαν. Οι (εσωτερικές) διαστάσεις της κυψέλης έχουν ως εξής: ύψος 38 εκ., διάμετρος βάσης 19,5 και χείλους 41,5 εκ. Η είσοδός της διαθέτει μήκος 7 και ύψος 1 εκ. και το καπάκι ύψος 18 και διάμετρο στη βάση 42 εκ.
Πρόσφατα ο Τσιμίνης παρουσίασε τις κυψέλες του αυτές στο περίπτερό του, στα πλαίσια του 5ου Πανελληνίου Συνεδρίου Μελισσοθεραπείας «Μελίαμα».
Οι κηρηθροφορείς, εννιά σε κάθε κυψέλη, αποτελούν έμπνευση του Τσιμήνη, έχουν συγκεκριμένο μέγεθος αναλόγως της θέσης που καταλαμβάνουν στην κυψέλη και μπορούν έτσι να χρησιμοποιούνται σε όλες της κυψέλες, αλλά μόνο στην καθορισμένη θέση για την οποία προορίζονται. Δεν γίνεται φερ’ ειπείν ένας κηρηθροφορέας από την άκρη της κυψέλης να τοποθετηθεί στο κέντρο ή τo αντίστροφο. Αποτελούνται από ένα πηχάκι το οποίο φέρει στο κέντρο σχισμή στην οποία μπορεί να τοποθετηθεί μικρό τμήμα φύλλου κηρήθρας για να ξεκινήσουν να χτίζουν οι μέλισσες και τακάκια, έτσι ώστε να δημιουργείται το απαραίτητο «διάστημα της μέλισσας» και συγχρόνως να μπορούν οι μέλισσες να κυκλοφορούν και πάνω από τους κηρηθροφορείς σε περιπτώσεις τροφοδοσίας ή θεραπευτικής αγωγής.
Με τις κυψέλες αυτές ο μελισσοκόμος έχει σκοπό να πάρει στην πορεία πιστοποίηση και να ασκήσει βιολογική μελισσοκομία. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση το μελίσσι χτίζει κάθε χρόνο νέες κηρήθρες, υπάρχει η σκέψη ένα μέρος τους να διατίθεται αυτούσιο προς πώληση, με το μέλι ή (και) το ψωμί των μελισσών (αποθηκευμένη στα κελιά γύρη) που φέρει. Όλα αυτά δίνουν αναμφίβολα και μια νέα διάσταση στο εγχείρημα, η οποία δεν υπήρχε παλαιότερα.
Δεν είναι γνωστό στον Σ. Τσιμίνη, αλλά παρόμοια με τη δική του άποψη όσον αφορά στις κυψέλες κινητής κηρήθρας και στην αποτελεσματικότητά τους φαίνεται πως είχε και ο Π. Γεωργαντάς, ο οποίος διετέλεσε τμηματάρχης μελισσοκομίας στο Υπουργείο Γεωργίας. Από τη θέση του αυτή είχε στείλει εγκύκλιο το 1963 με θέμα «Επέκτασις μελισσοκομίας άνευ καταργήσεως του εγχωρίου τύπου κυψελών» (Ανώνυμος, 1964). Σ’ αυτήν αναφέρεται ειδικά στις κυψέλες κινητών κηρηθρών, οι οποίες κατά την άποψή του προσφέρουν αξιόλογες ποσότητες μελιού και κεριού, ενώ είναι συγχρόνως πηγή αναπλήρωσης των καταστροφών στα μελισσοκομεία από φυτοφάρμακα, νόσους και θεομηνίες και προτρέπει να μην αντικατασταθούν. Προχωρεί μάλιστα περαιτέρω και κλείνει την εγκύκλιό του λέγοντας πως ειδικά για τον Ν. Αττικής τα μελισσοκομεία ανάστομων κοφινιών «επιβάλλεται όπως διαφυλαχθώσι πάσει θυσία». Για την ιστορία να αναφέρουμε πως η εγκύκλιος και οι απόψεις του Γεωργαντά έτυχαν σφοδρής κριτικής από τον Αγγ. Τυπάλδο Ξυδιά και τους ιθύνοντες της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Νοτίου Ελλάδος (Ανώνυμος, 1963 & 1964).
Τέλος, για να μη μακρηγορούμε, ίσως να είναι ενδιαφέροντα τα όσα αναφέρθηκαν, η ορθότητα όμως των απόψεων και γενικά η επιτυχία του όλου εγχειρήματος του Σ. Τσιμίνη, για το οποίο βέβαια έχει αναληφθεί από πλευράς του επιχειρηματικό ρίσκο το οποίο κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι, μένει να αποδειχθούν στην πράξη. Εν αναμονή λοιπόν.
Γιώργος Μαυροφρύδης Αρχαιολόγος, Μελισσοκόμος melissokomia@arria-trans.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανώνυμος, 1963. Συνιστάται η μη αντικατάστασις των εγχωρίων δια των ευρωπ. κυψελών! Η Μέλισσα, 5(59-60): 173-174.
Ανώνυμος, 1964. Η εγκύκλιος. Η Μέλισσα, 6(61): 15-18.
Μαυροφρύδης, Γ. 2007. Μελισσοκομία με κινητές κηρήθρες. Μια διαχρονική πρακτική με αρχαίες καταβολές. 3ο Επιστημονικό Συνέδριο Μελισσοκομίας, Α.Π.Θ. 21-22 Απρ. 2007. Ανακοινώσεις (υπό έκδοση).
Ζυμβραγουδάκης, Χρ. 1979. Η μέλισσα και η μελισσοκομία της Νήσου Κρήτης. Αφιέρωμα στην ελληνική μελισσοκομία. Αθήνα, σ. 47-52.