Κάποτε, έξω από την εκκλησία ενός χωριού, είχε φυτρώσει ένα έλατο. Δεν είχε άλλα δέντρα ή λουλούδια γύρω του συντροφιά. Κοιτούσε με λαχτάρα τα άλλα έλατα που είχαν σχηματίσει συστάδες, για να κάνουν παρέα πάνω στα βουνά και ζήλευε την τύχη τους. «Αχ», αναστέναζε συχνά και μονολογούσε, «δεν υποφέρεται τόση μοναξιά.» Μόνο τις Κυριακές και σε κάποιες γιορτές που οι κάτοικοι πήγαιναν στην εκκλησιά, μόνο τότε, γεννιόταν μέσα του η ελπίδα ότι κάποιος θα του δώσει σημασία. Όμως όλοι το προσπερνούσαν βιαστικοί. Κανένας δεν είχε τον χρόνο να ασχοληθεί με ένα λυπημένο δέντρο. Ακόμα και τα παιδιά, που τις άλλες μέρες έτρεχαν στις αυλές και τις αλάνες, έξω από την εκκλησία ήταν πολύ σοβαρά και κατευθύνονταν βιαστικά στα σπίτια τους, για να διαβάσουν τα μαθήματα της Δευτέρας.