Ο έρωτας που κάποτε στα ρόδα είχε πάει
μια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει.
Το δάχτυλό του πόνεσε, οδύρεται και κλαίει
στη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει:
«Μάνα μου, πάει…, χάνομαι, με τσίμπησε, μανούλα
φίδι μικρό και φτερωτό - οι γεωργοί το λένε μελισσούλα.»
Κι εκείνη του ’πε: «αν το κεντρί της μέλισσας πονάει,
το βέλος σου πόσο πονεί, αυτόν που αγαπάει;…»
μια μέλισσα δεν πρόσεξε κι εκείνη τον τσιμπάει.
Το δάχτυλό του πόνεσε, οδύρεται και κλαίει
στη μάνα του Κυθέρεια πετάει και της λέει:
«Μάνα μου, πάει…, χάνομαι, με τσίμπησε, μανούλα
φίδι μικρό και φτερωτό - οι γεωργοί το λένε μελισσούλα.»
Κι εκείνη του ’πε: «αν το κεντρί της μέλισσας πονάει,
το βέλος σου πόσο πονεί, αυτόν που αγαπάει;…»