Η μελισσοκομία έχει αρκετά παλιά παράδοση. Σε διάφορες ζωγραφικές παραστάσεις, που βρέθηκαν στις Πυραμίδες της Αιγύπτου, εικονίζονται άνθρωποι που ασχολούνται με τη μελισσοκομία. Στην αρχαία Ελλάδα επίσης η μελισσοκομία βρισκόταν σε αρκετά υψηλό επίπεδο ήδη από την προιστορική εποχή όπως δείχνουν οι σύγχρονες έρευνες. Άλλωστε από την εποχή αυτή υπάρχουν τα γραπτά του Αριστοτέλη για τη μελισσοκομία. Οι απόψεις του αυτές εξακολουθούσαν να ισχύουν μέχρι και το μεσαίωνα. Ο μεσαίωνας δεν πρόσθετε και πολλά καινούρια πράγματα στη μελισσοκομία, εκτός ίσως από τον καπνό, όταν επρόκειτο να ασχοληθεί κανείς με τις μέλισσες, ώστε αυτές να μην αγριεύουν πολύ. Αργότερα η μελισσοκομία αποτέλεσε είδος ασχολίας των μοναχών στα μοναστήρια, όπου και αναπτύχθηκε σημαντικά.
Τη μεγαλύτερη ανάπτυξη τη γνώρισε η μελισσοκομία τα τελευταία εκατό χρόνια και ακόμη μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια μετά τον πόλεμο. Σήμερα είναι πια πάρα πολλά γνωστά πράγματα από τη βιολογία των μελισσών, από τη νομοτέλεια που διέπει τη ζωή τους, τον τρόπο της ζωής τους κλπ. Σε μερικά κράτη η μελισσοκομία έχει πάρει το χαρακτήρα της βιομηχανικής παραγωγής, όπως στον Καναδά, την Ρωσία και τις ΗΠΑ. Οι παλιές πρωτόγονες κυψέλες έχουν αντικατασταθεί με νέες ξύλινες και πολύ πιο πρακτικές και αποδοτικές.
Στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα από 60 σύλλογοι μελισσοκομίας Οι σύλλογοι μελισσοκομίας ενώνονται μαζί και σχηματίζουν την Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας.Επίσης στην Ελλάδα υπάρχουν από το 2000 τα μελισσοκομικά κέντρα. Τη λειτουργία των 14 μελισσοκομικών κέντρων έχουν αναλάβει μελισσοκομικοί συνεταιρισμοί,είναι στελεχωμένα με επιστημονικό προσωπικό το οποίο πέρα από την τεχνική βοήθεια που παρέχει, υλοποιεί το μοναδικό για τον Έλληνα μελισσοκόμο επιδοτούμενο πρόγραμμα των συνθηκών βελτίωσης της παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων της μελισσοκομίας.
Η Ελλάδα διαθέτει ιδανικές συνθήκες για τη μελισσοκομία. Η ανάπτυξή της όμως στη χώρα δεν είναι τέτοια, όση επιτρέπουν οι κλιματολογικές συνθήκες της. Ως αποτέλεσμα η εγχώρια παραγωγή δεν καλύπτει τις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης.
Στη Ελλάδα οι μεγαλύτερες ποσότητες μελιού προέρχονται από το πεύκο (55-60%), ενώ σημαντική είναι και η παραγωγή μελιού ελάτου (5-10%) και θυμάρι (15%).
Περίπου 80% όσων ασχολούνται με τα μελισσοκομία είναι γεωργοί και το υπόλοιπο 20% ετεροεπαγγελματίες. Οι μέλισσες καλύπτουν περίπου το 1,80% της ελληνικής ζωικής παραγωγής.
Σήμερα υπάρχουν δύο τρόποι μελισσοκομίας. Ο παραδοσιακός, όπου το σύνολο των κυψελών παραμένει σε ένα μέρος και ο σύγχρονος, που κάθε φορά μεταφέρεται στην περιοχή που έχει λουλούδια. Ο δεύτερος τρόπος, η νομαδική μελισσοκομία, θεωρείται ασύγκριτα πιο αποτελεσματική και πιο αποδοτική.
ΠΗΓΗ
wikipedia