Τέλη Μαΐου – Αρχές Ιουνίου . Το πρωινό με βρήκε κάπου στο Ανατολικό άκρο της Κρήτης να διαμορφώνω χώρο για την τοποθέτηση των κυψέλων.
Ο ήλιος ήδη είχε σηκωθεί αρκετά, αρχίζοντας να ζεσταίνει το πρόσωπο μου, ενώ ο ήχος από την τσάπα που έκοβε τα ξερόκλαδα ξαναεπέστρεψε στα αυτιά μου από την ηχώ που δημιουργούσε η απέναντι πλευρά ενός λόφου.
Την ειδυλλιακή αυτή ατμόσφαιρα έκοψε ξαφνικά ο απόμακρος ήχος μιας δίκυκλης μηχανής που όλο και δυνάμωνε καθώς πλησίαζε εκεί που βρισκόμουν.
Η μηχανή εμφανίστηκε και ο ψηλόλιγνος αναβάτης της, με τα μακριά πυκνά μαλλιά του και την απεριποίητη, ακανόνιστη γενειάδα του κατέβηκε και άρχιζε να με κοιτάζει.
- Ηντα κάνεις εκειά; Με ρωτάει με βαριά Κρητική διάλεκτο.
- Δουλεύω. Του απάντησα.
- Είσαι μελισσοκόμος;
- Ναι !!
- Και ετοιμάζεις να φέρεις μέλισσες έπαε ( εδώ ) ε;
- Ναι !
- Ε ! Δε θα τσι φέρεις.
- Και ποιος το λέει αυτό;
- Εγώ.
- Και τι είσαι εσύ; Ρωτάω με αυστηρό τόνο.
Τότε μαλακώνει , παίρνει ένα συγκαταβατικό ύφος , πλησιάζει λίγο ακόμα και μου λέει :
- Κοίτα να δεις , εγώ είμαι οικολόγος, κάθε χρόνο τέτοια εποχή ανθίζει το θυμάρι και μοσχομυρίζει ο τόπος. Φέρνετε εσείς τις μέλισσες, κάθονται επάνω στον ανθό, τον τρώνε και σε ένα – ενάμιση μήνα ξεραίνεται όλος. Αν δεν τις φέρνατε θα μοσχομύριζε ο τόπος όλο το χρόνο.
Και μετά σου λέει, τρελαίνεσαι ή δεν τρελαίνεσαι. Ευτυχώς που υπάρχουν και κουζουλοί!!
Κοτζιάς Γεώργιος
Εκπαιδευτής Μελισσοκόμος