Πουλώντας μέλι με τον πατέρα μου σε χωριά |
Γράφει ο Γιώργος Κοτζιάς
Ο Γιώργος είναι διπλωματούχος Δάσκαλος Μελισσοκόμων από την Κρήτη
Επειδή με παίρνουν τηλέφωνο και μου στέλνουν μηνύματα, (ορισμένοι μάλιστα διαμαρτυρόμενοι) σχετικά με το άρθρο που είχα γράψει με τίτλο << ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ >> και το συνδέουν με το πρόσφατο Φεστιβάλ Μελιού που έγινε στην Αθήνα, εξηγώ ότι το άρθρο αυτό το έγραψα για το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Επαγγελματικής Μελισσοκομίας.
Το σαρκαστικό αυτό άρθρο, δεν έχει καμιά σχέση με το σχετικά πετυχημένο Φεστιβάλ, παζάρι, εμποροπανήγυρη η ότι χαρακτηρισμό θέλει να δώσει ο κάθε ένας που έχει εντελώς άλλο σκοπό από αυτόν ενός Επαγγελματικού συνεδρίου. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ;;; Τι έβαλε στην φαρέτρα του άραγε ο Επαγγελματίας μελισσοκόμος; Η κρίση στον κάθε ένα από εμάς!
Επίσης να εξηγήσω σε αυτούς που καλοπροαίρετα, η όχι με παίρνουν μιλώντας μου για σοφούς της μελισσοκομίας και πεφωτισμένες ομάδες, ότι εγώ ασχέτως αν γράφω που και που την γνώμη μου, δεν ανήκω σε καμία ομάδα που θέλει να περάσει το δικό της διά πυρός και σιδήρου. Αντίθετα πιστεύω ότι ο καιρός και η περίσταση διαμορφώνουν τις εξελίξεις και ο χρόνος στο τέλος δείχνει αν σκοποί και ενέργειες είχαν θεμιτό η αθέμιτο αποτέλεσμα. Έτσι έρχεται καιρός που δείχνει τους σκοπούς τις βλέψεις και το αποτέλεσμα των ενεργειών που κάνομε, πώς το κάνομε, αλλά και το σημαντικότερο, πότε το κάνομε.
Αυτό μου θύμισε μια ιστορία των παιδικών χρόνων μου, τότε που η ξενοιασιά και η παιδική αφέλεια, μου έδηναν μαθήματα που θα χρησίμευαν στην υπόλοιπη ζωή μου.
Κάθε Χριστούγεννα η Πάσχα, φεύγαμε από το σπίτι από την πόλη, και πηγαίναμε στο χωριό, όχι μόνο για να περάσουμε τις εορταστικές ημέρες με τους στενούς συγγενείς, αλλά και για άλλους λόγους που θα περιγράψω αμέσως παρακάτω. Βέβαια τότε το σχολείο δεν ήταν πενθήμερο . Μάθημα γινόταν και το Σάββατο, αλλά σε συμφωνία των δασκάλων πάντα ξεκλέβαμε 2-3 ημέρες πριν κλείσουμε για τις γιορτές, και ο λόγος που προανέφερα ήταν ότι εκτός των άλλων ετοιμασιών ο Πατέρας μου έπρεπε να πουλήσει και ποσότητες μελιού, μιας και στην Κρήτη αλλά και σε όλη την Ελλάδα τις εορταστικές αυτές ημέρες οι άνθρωποι καταναλώνουν το πολύτιμο αυτό αγαθό.
Βέβαια ο Πατέρας μου εκτός την τέχνη της Μελισσοκομίας κάτεχε και την τεχνική του ψαρέματος. Και καθώς Η θάλασσα της Νότιας Κρήτης ήταν πιο κοντά στο χωριό, Και επειδή την περίοδο πρό των εορτών καταναλώνετε ψάρι, ήταν ένας ακόμη λόγος που πηγαίναμε λίγο νωρίτερα.
Εγώ πάλι ήμουν πασίχαρος για τούς δικούς μου λόγους. Πρώτα πρώτα καιρού επιτρέποντος, θα έκανα την βόλτα μου με την τρίκυκλη BMW του πατέρα μου γυρνώντας από χωριό σε χωριό πουλώντας μέλι. Επίσης θα έβρισκα τα φαρδιά και πλατιά μου με τίς συνομήλικες παρέες, και προπάντων θα ήμουν στο βασίλειό μου, την αποθήκη τού παππού.
Η αποθήκη του παππού ήταν τελείως διαφορετική από την αποθήκη του πατέρα μου.
Ενώ η δικιά μας ήταν πεντακάθαρη στρωμένη με πλακάκια και ταξινομημένη, (κανένα ενδιαφέρον για την ηλικία μου) η αποθήκη του παππού είχε λογής λογής πράγματα που σου προκαλούσε το ενδιαφέρον να ψάξεις, να ανακαλύψεις, να σκαρφαλώσεις, και γενικά κάθε τι που κέντριζε το ενδιαφέρον της παιδικής ηλικίας μου.
Φλασκιά = (παραδοσιακές κυψέλες) το ένα πάνω στο άλλο, παλιές κυψέλες, βάσεις για το κάπνισμα με θειάφι των κηρηθρών, ένα σωρό περίεργα αντικείμενα, εργαλεία και υλικά για το μάζεμα των ελιών, υλικά τρύγου για τα αμπέλια και ένα σωρό άλλα πράγματα, συνέθεταν ένα χώρο εξερεύνησης και ανακάλυψης για εμένα.
Βέβαια στην αποθήκη αυτή είχα και εγώ το δικό μου υλικό, τίς κούτες μου. Χαρτόκουτες από απορρυπαντικά, ΟΜΟ, jet, tide και ROL, που τίς άπλωνα στην μεγάλη αυλή, κάνοντας πως φτιάχνω ένα μελισσοκομείο, να τής μαζεύω μετά από λίγο, να τις βάζω επάνω σε ένα παλιό βολόσυρο = (συρόμενο εργαλείο για το αλώνισμα), και να τις ξανά απλώνω παριστάνοντας ότι μετέφερα το μελισσοκομείο μου σε άλλη περιοχή.
Φυσικά στην αποθήκη αυτή, είχε και υλικό ο πατέρας μου, αφού εκεί κοντά είχαμε δύο μεγάλα μελισσοκομεία και καθώς δεν του άρεσε το ακατάστατο της αποθήκης, όλο έλεγε και ξανάλεγε στον παππού μου, ότι θα τακτοποιήσω την αποθήκη, θα της περάσω πλακάκια, θα πετάξω τη σαβούρα, και άλλα τέτοια, αλλά ο καιρός περνούσε, και από αναβολή σε αναβολή, η αποθήκη παρέμενε στα δικά μου γούστα.
Παραμονές Μεγαλοβδομάδος του 1971 και όπως ήταν φυσικό μερικές ημέρες πριν πήγαμε στο χωριό. Έπρεπε να επιθεωρηθούν οι κοντινές μέλισσες, να πουληθεί μέλι στα γύρω χωριά, αλλά και να βγει και να πουληθεί ψάρι τις παραμονές της μεγαλοβδομάδας, αφού σύμφωνα με την παράδοση η τελευταία Κυριακή πριν το Πάσχα, ήταν ψαροφάγος. Συνεπώς ο πατέρας μου θα πήγαινε με τούς συνεργάτες του στο ψάρεμα και φυσικά στην διάθεση των αλιευμάτων τους.
<<Μέρα μέρα των Βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό. Και την άλλη Κυριακή τρώνε το παχύ Αρνί>>.
Ακουγόταν από τα στόματα των ηλικιωμένων γυναικών στο χωριό. Και καθώς αισθανόμουν ότι ο πατέρας μου ήταν στην θάλασσα, και εγώ κλειδωμένος έπεφτα θύμα στα χαϊδολογήματα των θειάδων μου, πήγαινα να σκάσω. Έπρεπε λοιπόν να κάνω και εγώ κάτι.
Θάλασσα ο πατέρας μου; Θάλασσα και εγώ. Όμως το Χωριό δεν είχε θάλασσα. Είχε όμως στέρνα με πολύ νερό και εκεί θα μπορούσα να βγάλω όλες τις αλιευτικές ικανότητές μου.
Μάζεψα λοιπόν όλη την συνομήλικη η σχεδόν συνομήλικη παρέα μου, και γραμμή για την στέρνα του χωριού.
Όμως η στέρνα δεν είχε ψάρια!! Μπορεί λοιπόν να μην είχε ψάρια, είχε όμως πολλά βατράχια και μάλιστα κάθε μεγέθους και χρώματος. Έτσι τα βατράχια έπεσαν θύμα των αλιευτικών ικανοτήτων μας. Πώς όμως θα τα πιάναμε; Εγώ με την περισσότερη αλιευτική εμπειρία βρήκα την λύση. Ένα κομμάτι από χονδρό σύρμα σαν και αυτό που χρησιμοποιούσαν στα αμπέλια, ένα κομμένο στη μέση διχτυωτό τσουβάλι από πατάτες που βρήκαμε όλος τυχαίος, δεμένα επάνω σε ένα καλάμι, έφτιαχναν μια απόχη πρώτης κατηγορίας. Αυτό θα ήταν και το αλιευτικό εργαλείο μας. Αλλά που θα βάζαμε τα, ψάρια δηλαδή τα βατράχια μας; Η αποθήκη του παππού να είναι καλά. Ένα τσιγκάκι = (μεταλλικό κοφίνι για το μάζεμα σταφυλιών), με σκέπασμα ένα κομμάτι χαρτόκουτας ήταν η κατάλληλη λύση. Αφού λεηλάτησα το τσιγκάκι, και χάλασα μια από τις χαρτόκουτές μου, ξεκινήσαμε το ψάρεμά μας. Πιάσαμε κάμποσους βατράχους στην στέρνα και μερικούς στον καταπότι = (μικρό τσιμεντένιο κανάλι που οδηγεί το νερό στα χωράφια), αλλά ο μεγάλος αριθμός των μεγάλων φορδακών = (βατράχων) φαινόταν πολύ έξυπνοι. Μόλις μας έβλεπαν ότι ζυγώναμε, έκαναν κατάδυση στον πάτο της στέρνας. Όμως εμείς φανήκαμε εξυπνότεροι, αφού περιμέναμε λίγο, και μόλις αυτοί ανέβαιναν για να αναπνεύσουν, με μια γρήγορη κίνηση τούς είχαμε στην απόχη μας.
Αφού μαζέψαμε αρκετούς, η για να ακριβολογώ δεν βρίσκαμε άλλους να πιάσουμε, σταματήσαμε το ψάρεμα. Τώρα έπρεπε να πουλήσουμε την ψαριά μας, αλλά τα ψάρια τα βάζουν στα ψαροτελάρα, και που υπήρχαν ψαροτελάρα; Στην αποθήκη του παππού!!
Αμέσως κινήσαμε για την αποθήκη. Στην διαδρομή, θυμήθηκα ότι στα ψαροτελάρα, ο πατέρας μου έβαζε και πάγο, αλλά με πίεση έδιωξα κάθε τέτοια σκέψη μιας και αυτό ήταν αδύνατο να βρεθεί. Έτσι φτάσαμε στην αποθήκη, πήρα το ψαροτελάρο, και αναποδογυρίσαμε το τσιγκάκι για να ρίξουμε μέσα την ψαριά μας.
Αυτό όμως που έγινε ούτε το σκεφτήκαμε αλλά ούτε και το περιμέναμε. Τα βατράχια άρχισαν να χοροπηδούν έξω από το ψαροτελάρο και να πιάνουν τα διάπαντα μέσα στην αποθήκη. Κάναμε μια σθεναρή προσπάθεια να τα μαζέψουμε, αλλά αυτά γρηγορότερα από εμάς, άρχισαν να κατακτούν τον χώρο της αποθήκης και να μπαίνουν κάτω από τίς παλιές κυψέλες, ανάμεσα στα φλασκιά, πίσω από τα πατώματα και γενικά να χώνονται όπου έβρισκαν κάποιο άνοιγμα. Βάλαμε τις φωνές και αμέσως ήρθαν προς βοήθεια όλοι οι διαμένοντες στο σπίτι, αλλά και οι περίοικοι, αλλά ήδη ήταν πολύ αργά. Τα βατράχια είχαν κατακτήσει κάθε χώρο της αποθήκης και απλός, που και που σουλάτσαραν πάνω κάτω.
Έπεσε κόσμος και κοσμάκης για να απαλλάξει την αποθήκη από τους βατράχους, αλλά μάταια. Βέβαια η μητέρα μου με έπιασε από ο τσουλούφι και μου έπαιξε κάμποσες καλές στα οπίσθια, αλλά ευτυχώς οι θείες αποδείχτηκαν πέπλο προστασίας. Το απόγευμα ήρθε και ο πατέρας μου, και όπως είναι φυσικό, του εξιστόρησαν τα κατορθώματα του κανακάρη του, ο οποίος με κοίταξε με εκείνο το αυστηρό ύφος που τον διέκρινε όταν θύμωνε και θα τις έτρωγα για τα καλά, αν δεν είχα το φρούριο τις θείες που στάθηκαν παλικαρίσια για να μην πέσω στα χέρια του. Όμως κατά βάθος αισθανόμουν ότι κάτω από το βλοσυρό βλέμμα του, γελούσε με τα απίθανα κατορθώματά μου καθώς τα παραλλήλιζε με τα δικά του κατορθώματα όταν ήταν και αυτός παιδί.
Βέβαια πέρα του κωμικοτραγικού της υπόθεσης τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Τα βατράχια μετά από λίγο θα ψοφούσαν και η αποθήκη εκτός του ότι θα ήταν απλησίαστη από την μυρωδιά, θα αποτελούσε και εστία μόλυνσης. Έπρεπε λοιπόν να γίνει κάτι άμεσα.
Την άλλη μέρα το πρωί βγαίνοντας έξω, αντίκρισα ένα αναπάντεχο θέαμα. Η μεγάλη αυλή είχε γεμίσει με πράγματα που συγγενής και φίλοι έβγαζαν έξω από την αποθήκη με αμείωτο ρυθμό. Ενώ η μυρωδιά του ασβέστη ήταν διάσπαρτη σε όλο τον τόπο καθώς οι θείες ασβέστωναν τους τοίχους της αποθήκης που είχε αδειάσει ολοσχερώς.
Σέ λίγο ήρθε και ο πατέρας μου με την μοτοσυκλέτα γεμάτη με μωσαϊκές πλάκες, πού πήρε από το γειτονικό κεφαλοχώρι, το Αρκαλοχώρι. Έκανε και μερικές άλλες διαδρομές, και πριν το Απόγευμα ήδη είχε ξεκινήσει η τοποθέτηση των πλακών. Έτσι πριν το Πάσχα η αποθήκη του παππού είχε μετατραπεί σε μια ευρύχωρη τακτοποιημένη αποθήκη που δεν μου προκαλούσε πλέον ενδιαφέρον.
Για μένα αυτό είχε ένα καλό και ένα κακό. Το καλό γιατί γλύτωσα με λίγο ξύλο, και το κακό ότι μαζί με την άχρηστη σαβούρα πέταξαν και τίς κούτες μου, μαζί με τον παλιό βολόσυρο.
Έτσι οι ενέργειες μετέτρεψαν το αναβλητικό θα φτιάξω σε πραγματικότητα. Γι’ αυτό: Μπορεί με λόγια να ακούγονται πολλά. Έρχεται όμως η ώρα που οι περιστάσεις διορθώνουν τα πράγματα και τα λόγια μένουν απλώς λόγια.
Στηρίξτε τον Melissocosmo κάνοντας like στην σελίδα του...