Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν τελείωσα το φόρτωμα των μελισσών, κάπου στα Αστερούσια όρη της Κρήτης και ετοιμαζόμουν για το μακρινό ταξίδι στα πευκοδάση της.
Όμως πριν φύγω από αυτήν την περιοχή, δεν μου έκανε καρδιά να μην αποχαιρετήσω τον καλό μου φίλο και φίλο των μελισσοκόμων , τον μπάρμπα Γιάννη, απόμαχο κτηνοτρόφο που σε πείσμα των καιρών επέμενε να μένει με την κερά του, την Άννα, μόνοι επάνω στο βουνό, στο όμορφο πετρόκτιστο σπίτι του, που μόνο το πινέλο ενός ζωγράφου θα μπορούσε να αποτυπώσει την ειδυλλιακή ομορφιά που το περικλείει.
Όταν έφτασα στην τεράστια πλατεία έξω από την πόρτα του, που κάποτε συγκέντρωνε εκατοντάδες αιγοπρόβατα, διαπίστωσα ότι και άλλοι συνάδελφοι είχαν θυμηθεί τον καλοσυνάτο μπάρμπα Γιάννη.
Παλιός μελισσοκόμος και ο ίδιος με το μελισσοκομείο του κρεμασμένο στα πιο απόκρημνα φαράγγια των Αστερουσιών, επιθεωρούσε τα φλασκιά του (παραδοσιακή κυψέλη της Κρήτης), κάτι που τώρα πια αποτελεί γι’ αυτόν όνειρο, αφού τα χρόνια που κουβαλά στη ράχη του είναι τόσο πολλά και τόσο βαριά που και οι λίγες μετακινήσεις του φαντάζουν πολύ δύσκολες.
Καθώς δεν χόρταινε να μας ρώτα για το πώς πήγε και εφέτος η χρονιά και τι προβλήματα αντιμετωπίσαμε, όλοι συμφωνήσαμε σε ένα. Ότι κάποια κακά χέρια, κάποιοι θρασύδειλοι της ζωής που προσπαθούν να επωφεληθούν από τον κόπο και το μόχθο κάποιων άλλων, συνεχίζουν να κλέβουν κυψέλες από τα απροστάτευτα μελισσοκομεία.
- Και σας πήραν πολλές, ρωτά οργισμένος ο μπάρμπα Γιάννης.
- Αρκετές , απαντά κάποιος συνάδελφος . Αλλά δεν έχει σημασία το πόσες. Σημασία έχει η άνανδρη αυτή πράξη.
- Χμ!! Σε λίγες μέρες είναι της Παναγίας. Αν ήταν άλλες εποχές θα σας έλεγα να τις τάξετε. Τώρα όμως!…
- Τι να τις κάνουμε; Ρωτώ όλο απορία.
- Να τις τάξετε.
- Και γιατί αυτό;
- Ακούστε μια παλιά ιστορία που και εγώ άκουσα από τον δικό μου παππού, είπε όλο σοβαρότητα ο μπάρμπα Γιάννης.
Τον καιρό εκείνο που οι μέλισσες ήταν στα φλασκιά και συνήθως μόνιμες, ο Χαραλάμπης ήταν από τους καλύτερους μελισσοκόμους. Καθώς ήταν άξιος άνθρωπος, αλλά και μερακλής είχε τα καλύτερα Φλασκιά σε όλη την περιοχή και καθώς το μέλι που έβγαζε θα το ζήλευαν και οι σύγχρονες κυψέλες, αποτελούσε συνεχώς θύμα των μελισσοκλεφτών.
Όχι βέβαια ότι και οι άλλοι μελισσοκόμοι τη γλίτωναν, αλλά ο Χαραλάμπης ήταν ως φαίνεται ο πρώτος στη λίστα.
Έτσι κατέφυγε στο Νόμο. Όμως ο Νόμος από μόνος του δεν μπορούσε να σταματήσει το κακό και μιας και ο άμοιρος δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο κατέφυγε στο Θεό. Βρήκε τον παπά του χωριού και του ζήτησε να κάνει ότι μπορούσε.
Ο πανέξυπνος ιερέας αφού σκέφτηκε για λίγο απάντησε:
- Άκουσε Χαράλαμπε, ούτε ευχέλαια ούτε δεήσεις μπορούν να κάνουν κάτι. Σε λίγες όμως μέρες ( καλή ώρα ) είναι της Παναγίας , μεγάλη η χάρη της. Θέλω να τις τάξης δύο φλασκιά και θα δεις.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα συμφώνησε και ανήμερα της Παναγίας ο Χαραλάμπης με ένα ασκί μέλι και μια αρμαθιά κερί βρέθηκε στην εκκλησία.
Την ίδια μέρα και ενώ ο παπάς προσφωνούσε τους αφιερωτές, φρόντισε να ακουστεί καλά ότι ο Χαραλάμπης αφιέρωσε δύο Φλασκιά στη χάρη Της.
Οι μέρες κυλούσαν και κάποιοι επισκέφτηκαν ξανά το μελισσοκομείο του, για να του αρπάξουν ότι με κόπο είχε φτιάξει όλο αυτό τον καιρό. Όμως ήξεραν, ότι δύο από τα Φλασκιά του μελισσόκηπου, ήταν ταμένα στην Παναγία.
Οι κλέφτες έψαξαν καλά. Όμως κανένα γνώρισμα, κανένα σημάδι καμιά επιγραφή δεν ανέφερε ότι τα δύο συγκεκριμένα Φλασκιά άνηκαν στην Παναγία.
Να πάρουν !! αλλά ποια να πάρουν ; Αν έπαιρναν κανένα από αυτά που άνηκαν στην Παναγία;
Να τα βάλουν με τους ανθρώπους; Ναι!
Να τα βάλουν με τον Νόμο; Ναι!
Αλλά με το Θεό; Μη γένοιτο.
Έτσι έφυγαν άπρακτοι από τον μελισσόκηπο και ο Χαραλάμπης κρατούσε σαν επτασφράγιστο μυστικό, πια δύο φλασκιά είναι αυτά που ανήκουν στην Παναγία. Το μόνο που συμβούλεψε τους συναδέλφους του είναι να τάξουν και αυτοί φλασκιά στη χάρη Της .
Και έτσι οι μελισσοκλέφτες έμειναν άνεργοι.
Αυτά είπε ο μπάρμπα Γιάννης και ξεσπάσαμε όλοι στα γέλια χαιρετώντας τον και προσμένοντας του χρόνου το γύρισμα που θα τον ξανασυναντήσουμε.
Για τον MELISSOCOSMO
Κοτζιάς Γεώργιος
Εκπαιδευτής Μελισσοκόμος