Η παράξενη Γιαγιά...
Προσπαθώ να προσέχω, πράγμα που ο κόσμος το εκτίμησε σε όλη την πορεία που αρθρογραφώ.
Ήθελα καιρό να το γράψω αυτό το κείμενο μα δείλιαζα, και τώρα ακόμα που το φτιάχνω δεν ξέρω αν τελικά θα πατήσω το πλήκτρο της δημοσίευσης, αλλά θα δούμε πως θα πάει.
Ήταν 2018, και η μελισσοκομική χρονιά δεν είχε πάει καλά.
Αποφασίσαμε ότι μόνη λύση ήταν το πεύκο και μάλιστα της Εύβοιας, αφού η Χαλκιδική που πηγαίναμε ως τότε είχε κάποια χρόνια που δεν δούλευε.
Όμως μελίσσια στην Εύβοια δικά μου δεν ξαναείχα πάει και μέρος δεν είχα.
Από την άλλη όπως ξέρετε έχω δεδομένα από δεκάδες μελισσοκομικές ζυγαριές και έβλεπα ότι η Εύβοια δίνει πολύ καλά.
Ήταν και ένας φίλος μου που και εκείνος ήθελε να πάει τα μελίσσια του στην Εύβοια και είχε μέρος, και είπαμε να πάμε μαζί και να βάλω και εγώ τα μελίσσια μου δίπλα του.
Οι ημέρες όμως περνούσαν και ο φίλος μου δεν αποφάσιζε να πάμε τα μελίσσια.
Από Δευτέρα με πήγαινε στην Τετάρτη, μετά κάτι συνέβαινε, αναβάλαμε για Παρασκευή, μετά πάλι είπαμε για Δευτέρα που πάλι αναβλήθηκε και εγώ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα.
Λέω στην Φρόσω, ότι τέλος αύριο μπαίνουμε Εύβοια με ή χωρίς τον φίλο μας ότι κι αν γίνει.
Είχαμε πει με τον καλό μου φίλο για Παρασκευή, αν φόρτωνε έχε καλώς, σε περίπτωση που πάλι κάτι συνέβαινε όμως θα φορτώναμε μόνοι μας και θα πηγαίναμε στο Μαντούδι, γιατί οι ζυγαριές εκεί έδειχναν ότι τα μελίσσια μάζευαν πολύ μέλι, και δεν μπορεί είπα, όλο και καμιά γωνίτσα σε ολόκληρο το δάσος θα βρούμε να ξεφορτώσουμε.
Γενικά είμαι άνθρωπος που αν πω κάτι, τότε πάρα πολύ δύσκολα αλλάζω γνώμη.
Από την εποχή που ακόμα ήμουν κυνηγός είχα μάθει ότι το καρτέρι μας δεν το εγκαταλείπουμε ποτέ, γιατί αν το εγκαταλείψουμε και αλλάξουμε γνώμη και πάμε αλλού τότε θα δούμε το θήραμα να περνάει στο πρώην καρτέρι μας και θα τραβάμε τα μαλλιά μας, οπότε αυτή την αρχή την έχω κρατήσει στην ζωή μου ως νόμο της φύσης.
Οι ημέρες περνούσαν λοιπόν, ήταν φθινόπωρο ήδη και αφού το πεύκο δούλευε δεν έπρεπε να χάνουμε χρόνο και να πιάσουν τα κρύα.
Ήρθε η Παρασκευή,και όντως ο φίλος μας πάλι δεν μπόρεσε να φορτώσει, όμως εγώ είχα μιλήσει και είπα στην Φρόσω ότι φορτώνουμε και φεύγουμε σύμφωνα με το εναλλακτικό μας σχέδιο.
Η Φρόσω σαν γυναίκα είχε τις αναστολές της και τις φοβίες της αλλά ήμουν αποφασισμένος, είμαι και λίγο ξεροκέφαλος είναι η αλήθεια.
Φορτώσαμε και ξεκινήσαμε προς Μαντούδι, σε έναν τόπο που δεν είχαμε ξαναδεί και δεν είχαμε ξαναπάει ποτέ.
Στα μισά του δρόμου χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν κάποιος από τους πολλούς που παίρνουν τηλέφωνο να μιλήσουμε, ήθελε πληροφορίες για το πεύκο, και δεν τον ήξερα.
Με ρωτάει που πάτε, του εξήγησα, ότι πάμε Μαντούδι και εκεί όλο και κάποια άκρη θα βρεθεί να ξεφορτώσουμε.
Όχι λέει αυτός, θα πας Χαλκίδα, μου εξήγησε που θα στρίψω, θα βρεις ένα βουνό, δεξιά εκεί προς ένα χωριό θα πας να ξεφορτώσεις έχει πολύ μέλι, πήγα κι εγώ και πήρα μέλι.
Δεν τον ήξερα τον άνθρωπο, ούτε το μέρος που μου περιέγραψε, και μάλιστα αντί να του δώσω εγώ πληροφορίες τελικά μου έδωσε αυτός.
Έκλεισα το τηλέφωνο και ενώ όπως είπα δεν αλλάζω γνώμη, ένιωσα ότι αυτό που είπε έπρεπε να το κάνω, και λέω στην Φρόσω ότι αλλάζουμε προορισμό και θα πάμε εκεί που μας είπε ο άνθρωπος στο τηλέφωνο.
Πήγαμε, και παρότι τα μελίσσια ήταν χιλιάδες, βρήκαμε ένα καλό ξέφωτο σε γλυκό πλαγάκι ώστε να μην κρατάει και νερό, ήταν σαν να το είχαμε κάνει παραγγελία, καθαρό χωρίς σημάδια, χωρίς χόρτα.
Θα ξεφορτώσουμε εδώ λέω στην Φρόσω, η οποία δεν ήθελε με τίποτα.
Αν το μέρος ήταν καλό θα το είχαν πιασμένο άλλοι μου τσίριζε και είχε ως ένα βαθμό δίκαιο αλλά εμένα μου άρεσε, και δεν με ενδιέφερε να βρω τον λόγο που δεν ήταν πιασμένο
Ξεφορτώσαμε, και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, η δε Φρόσω ήταν πεισμωμένη και δεν μου μιλούσε μέχρι που φτάσαμε στην Λιβαδειά αφού θεωρούσε ότι πέταξα τα μελίσσια σε ένα μέρος χωρίς πρώτα να ελέγξω πολύ καλά και χωρίς να είμαι σίγουρος ότι δίνει μέλι.
Τα μελίσσια όμως άρχισαν να δουλεύουν σαν τρελά και η ζυγαριά μας ανέβαινε συνεχώς.
Το γράφημα της ζυγαριάς δείχνει την άνοδο με κόκκινη γραμμή ανά ημέρα.
Μερικές ημέρες αργότερα όμως από την Εύβοια πέρασε ο τυφώνας Ζορμπάς, αυτός προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο δε Μαντούδι κόπηκε ένα μέρος του βουνού, και παρέσυρε χιλιάδες μελίσσια στην θάλασσα και πνίγηκαν.
Σαν από θαύμα όμως κάποιος καλός άνθρωπος που δεν τον ήξερα ούτε τον ξέρω, ούτε με ξαναπήρε τηλέφωνο από τότε μας άλλαξε τα σχέδια, μας συμβούλεψε όχι μόνο να μην πάμε στο Μαντούδι άλλα μας είπε και προς τα που να πάμε, και εκεί βρήκαμε έναν τόπο όνειρο για τα δεδομένα της Ευβοίας και κενό σαν να μας περίμενε.
Αφήσαμε τα μελίσσια, αυτά γέμισαν μέλι και δεν μας ενόχλησε κανείς.
Ήταν κυριολεκτικά ο από μηχανής Θεός.
Από τις ωραίες περίεργες συμπτώσεις της ζωής θα μου πείτε, ναι, μα έχω κι άλλο να σας πω.
Αφήσαμε τα μελίσσια εκεί και γέμισαν μέλι όπως σας είπα.
Έπρεπε να πάμε να τα τρυγήσουμε και να τα πάρουμε, μήπως ενοχλήσουν κάνα άνθρωπο, ήμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων εξάλλου.
Εδώ τα έχεις στο χωράφι σου, και έρχεται ο γείτονας που τον ξέρεις χρόνια και σου ζητάει να τα πάρεις γιατί τον ενοχλούν, πόσο δε μάλλον φόβος υπάρχει σε ένα ξένο μέρος που δεν σε ξέρει και δεν ξέρεις κανέναν.
Η αλήθεια είναι ότι εκεί, μόνο πρόβατα και κατσίκια είχαμε δει να τριγυρίζουν, δεν υπήρχε ανθρώπινη δραστηριότητα πλην του δρόμου που περνούσαν αραιά όμως κυρίως μελισσοκόμοι.
Πήγαμε μια ημέρα με την Φρόσω να τρυγήσουμε.
Επειδή είχε βρέξει, δεν έβρισκα πευκοβελόνες να ανάψω το καπνηστήρι, και κατέβηκα σε μια αρκετά απότομη πλαγιά όπου το νερό είχε μπουκώσει σε ένα σημείο πευκοβελόνες.
Η Φρόσω από πάνω μου, να μου φωνάζει, ότι θα πέσω, θα γκρεμιστώ, θα τσακιστώ, θα σπάσω το κεφάλι μου και όλα τα ατυχήματα που υπάρχουν ότι θα με βρουν τα ανέφερε.
Πήρα κάμποσες πευκοβελόνες για το καπνιστήρι και ανέβηκα όντως με δυσκολία πίσω και αρχίσαμε τον τρύγο, γρήγορα, γρήγορα να μη μας πάρει η ώρα.
Και εκεί που τρυγούσαμε από το πουθενά σηκώνω τα μάτια μου και τι να δω.
Μια γιαγιάκα γύρω στα 75 χρόνια να έρχεται προς το μέρος μας ανάλαφρη και άνετη σκαρφαλώνοντας από τον γκρεμό που πριν εγώ δυσκολευόμουν.
Βρε μπας και με γελούν τα μάτια μου λέω, πως έρχεται έτσι η γιαγιά, εγώ πριν σχεδόν έκανα αναρρίχηση.
Όμως την έβλεπε και η Φρόσω και είχαμε χαζέψει και οι δυο.
Στο μεταξύ οι μέλισσες ήταν αγριεμένες πολύ γιατί είχε αέρα και κρύο.
Έρχεται η γιαγιά και στέκεται δίπλα μας.
- Γεια σας...
- Καλώς τη γιαγιά, από που έρχεσαι;
- Έβγαλα τα ζωντανά μου και τώρα γυρίζω πίσω να φτιάξω φαγητό.
- Γιαγιά φοβόμαστε ότι θα σε τσιμπήσουν οι μέλισσες γιατί τρυγάμε, είναι άγριες και με εμάς και μας τσιμπάνε ακόμα και πάνω από τις στολές.
- Δε με τσιμπάνε εμένα, περνάω κάθε μέρα από εδώ, αλλά εντάξει φεύγω γεια σας.
Η γιαγιά πέρασε άνετη μέσα από τα μελίσσια χωρίς μάσκα και προφυλάξεις χωρίς να την ενοχλήσουν οι μέλισσες και απέναντι ήταν έναν νόχτος, σκαρφάλωσε από εκεί επάνω και έφυγε, ενώ δίπλα υπήρχε ωραίος και πλατύς δρόμος αλλά αυτή πήγαινε από γκρεμό σε γκρεμό..
Με την Φρόσω κοιταζόμασταν με απορία μα δε δώσαμε πολλή σημασία, συνεχίσαμε τον τρύγο να προλάβουμε.
Όταν επιστρέψαμε πίσω διηγούμασταν την ιστορία με την γιαγιά που ήρθε απ τον γκρεμό και πέρασε μέσα απ τα μελίσσια χωρίς να την πειράξουν ενώ εμάς μας είχαν ταράξει στις τσιμπιές και γελάγαμε.
Μια άλλη ημέρα πήραμε και την πεθερά μου για βόλτα και πήγαμε να δούμε αν δουλεύουν τα μελίσσια ώστε να τα φορτώσουμε για αναχώρηση.
Εκεί που μιλούσαμε, λέμε να από εδώ βγήκε η γιαγιά, πέρασε μέσα από τα μελίσσια και σκαρφάλωσε και έφυγε από εκεί.
- Από που;
- Από εκεί...
Από τους χάρτες της Google βρήκα το ακριβές μέρος που έφυγε η γιαγιά.
Η φωτογραφία δεν μπορεί να αποδώσει σωστά την απότομη κλίση που έχει το μέρος εκεί.
- Μα εκεί που δείχνετε δεν μπορεί να περπατήσει άνθρωπος και πάντως όχι γιαγιά 75 ετών βρε παιδιά.
Κοιτάξαμε, και όντως συνειδητοποιήσαμε ότι από εκεί το πολύ πολύ κάνα κατσίκι να μπορούσε να ανέβει, αλλά όχι άνθρωπος.
Μετά από αυτό, πηγαίνουμε στο ίδιο μέρος τα μελίσσια μας και στα δυο βαρέματα καλοκαίρι και φθινόπωρο χωρίς ποτέ κανένα πρόβλημα.
Παίρνουμε πάντα μέλι δεν μας πρόδωσε καμία φορά το μέρος.
Όμως την γιαγιά δεν την ξαναείδαμε, παρότι μας είχε πει ότι περνούσε κάθε μέρα από το σημείο.
Ούτε μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η γιαγιά δεν ήρθε από τον κανονικό δρόμο που ήταν μια χαρά, αλλά σκαρφάλωνε από τους γκρεμούς παρά την ηλικία της.
Ήταν γύρω στα 75 ετών, λεπτή, μικροκαμωμένη, γλυκιά, πολύ καλοσυνάτη, φορούσε μαύρα ρούχα και μαντήλι.