Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Μιλτιάδης Παπαγρηγόρης: Ο ατίθασος Σταμνιώτης


Βρισκόμαστε στα 1926 στις φυλακές της Πάτρας.
Εκεί ένα παλικάρι 41 ετών ο Μίλτος σιγοψιθυρίζει μερικούς στίχους που έγραψε για την γυναίκα που αγάπησε περισσότερο στην ζωή του και έμελλε να την σκοτώσει ο ίδιος.

Κάλλιο να΄ιδώ το αίμα σου, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν, Βασίλω, στη γη να κοκκινίζει,
Παρά να δω τα μάτια σου, άλλως να τα φιλήσει.
Στη Πάτρα πάω κι έρχομαι, Βασίλω μου,
Αμάν αμάν, Βασίλω, τι θέλεις να σου στείλω;

Ο Μιλτιάδης Παπαγρηγόρης γεννήθηκε στην Σταμνά Μεσολογγίου το 1885, ήταν ψηλός μελαχροινός και όμορφος νέος, τα λόγια του ήταν μετρημένα και το χωριό τον καμάρωνε.
Ωστόσο πολλές φορές είχε μπει σε μπελάδες, σε μια εποχή που η Ελλάδα και η ευρύτερη περιοχή λίγα χρόνια είχαν που ελευθερώθηκαν από τους Τούρκους και οι χωρικοί ακόμα οπλοφορούσαν, ενώ τότε Βασίλευε ο Γεώργιος Α΄.
Αμούστακο ακόμα παιδί ο Μίλτος είχε συνάψει σχέση με μια κοπέλα στο χωριό.
Η κοπέλα είχε μια ακόμα αδελφή και ήταν ορφανές από μάνα και πατέρα.
Την μια αγαπούσε ο Μίλτος, ενώ την άλλη ο Αναστάσης (Τάτσης) Μπούρος.
Ο δεύτερος όμως μάλλον την ώρα του ήθελε να περνάει και δεν είχε σοβαρό σκοπό για το κορίτσι.
Αυτό παραπονέθηκε στον Μίλτο η αγαπημένη του και αυτός αποφάσισε να αναλάβει δράση.
Το βράδυ που θα έρθει σπίτι σφάξτε έναν κόκορα, βάλτε του να πιει και μπόλικο κρασί και μόλις θα κοιμηθεί πάρτε του το κουμπούρι πρόσταξε.
Έτσι και έκαναν οι αδελφές, καλοδέχτηκαν τον Τάτση, τον τάισαν τον μέθυσαν και όταν κοιμήθηκε του πήραν το όπλο και ειδοποίησαν τον Μίλτο.
Αυτός μπήκε τότε στο σπίτι και τον βούτηξε από το σβέρκο.
Ούτε που κατάλαβε τι έγινε ο Τάτσης, το μόνο που άκουσε ήταν να προχωρήσει ίσια για τον Αη Νικόλα στην Εκκλησιά για Στεφάνωμα.
Μέσα στη νύχτα χτύπησαν την πόρτα του Ιερέα Γρηγόρη Κογεώργου.
Άνοιξε την πόρτα ο παπάς και είδε τον Μίλτο να κρατάει τον Τάτση και δίπλα τις δυο κοπέλες.
Παπά πάμε στην Εκκλησία να τους παντρέψεις του είπε κοφτά.
Ο παπάς κατάλαβε την σοβαρότητα της κατάστασης και προσπάθησε να το αποφύγει.
Μίλτο παιδί μου σήμερα είναι καθημερινή και δεν μπορώ να κάνω γάμο.
Πηγαίνετε στα σπίτια σας και ελάτε την Κυριακή να τους στεφανώσω είπε.
Ο Μίλτος όμως ήταν αποφασισμένος να την τελειώσει την δουλειά.
Παπά ή τους παντρεύεις αυτή την στιγμή ή θα πάω να βρω τον γιο σου τον Στέλιο και θα του φυτέψω τη σφαίρα στο κεφάλι.
Όταν το άκουσε αυτό ο παπάς, γνωρίζοντας ότι ο Μίλτος δεν σηκώνει και πολλά τράβηξε για την Εκκλησία, από κοντά και οι άλλοι και τους πάντρεψε.

Την άλλη μέρα το χωριό βούιξε, και ο Τάτσης δεν μπορούσε να χωνέψει το κάζο που έπαθε.
Γιατί άπαξ και παντρευόσουν τα χρόνια εκείνα δεν μπορούσες να χωρίσεις.
Τον έτρωγε μέσα του η ντροπή, να του την φέρει έτσι ο Μίλτος...
Θα τον σκοτώσω αποφάσισε και παραφύλαξε την νύχτα από τον δρόμο που θα περνούσε ο Μίλτος για να πάει στο σπίτι του.
Είχε βραδιάσει για τα καλά και τον είδε που ερχόταν, κρύφτηκε και με το που ο Μίλτος ζύγωσε, μπαμ...του την έριξε.
Ο Μίλτος όμως πρόλαβε, έσκυψε και η σφαίρα μόλις που έξυσε το ρούχο στην πλάτη του.
Καθώς ο Τάτσης τον είδε στο σκοτάδι να σκύβει νόμισε ότι τον πέτυχε και πως τον έριξε κάτω και τότε έφυγε τρέχοντας έξω από το χωριό.


Στον Άγιο Παντελεήμονα πήγε και κρύφτηκε σε εξωκλήσι λίγα χιλιόμετρα έξω από την Σταμνά, γιατί εκεί ήταν και το παλιό χωριό και υπήρχε κόσμος που μπορούσε να τον φιλοξενήσει και να τον κρύψει.

Ο Μίλτος όμως κατάφερε και γλίτωσε, χωρίς να το ξέρει ο Τάτσης, και τότε πήγε στο σόι του, τους διηγήθηκε τι έγινε και αποφάσισαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους.
Πήραν τα όπλα και πήγαν στο σπίτι του Τάτση νομίζοντας ότι θα τον βρουν εκεί.
Αλλά εκεί ήταν μόνο οι γονείς του Τάτση που λογομάχησαν με το σόι του Μίλτου και πάνω στον καυγά έφυγε μια σφαίρα και βρήκε την μάνα του Τάτση στο κεφάλι αφήνοντας την στον τόπο.

Ο Τάτσης κρυμμένος στην Παλιοσταμνά κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, την άλλη μέρα άκουσε την καμπάνα στο χωριό να χτυπάει πένθιμα καλώντας τον κόσμο για την κηδεία, και νόμιζε ότι ήταν για την κηδεία του Μίλτου.
Καταριόταν, έβριζε και καμάρωνε που έστελνε στον τάφο αυτόν που τον πάντρεψε με μπαμπεσιά.
Όμως η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα για την κηδεία της μάνας του και όχι για του Μίλτου.

Και όταν μια μέρα ο Μίλτος σε ηλικία 20 ετών βρέθηκε και αυτός κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, είδε ένα βοσκόπουλο 18 ετών, και του έκανε αυστηρή παρατήρηση επειδή τα πρόβατα μια μέρα του ξέφυγαν και του κάνανε μια ζημιά.
Ζωηρό και το βοσκόπουλο δεν δέχτηκε την παρατήρηση, σιχτίρισε τον Μίλτο και του έβρισε την μάνα.
Τότε ο Μίλτος πήγε στο χωριό, πήρε το όπλο του και ξαναπήγε στο βοσκόπουλο.
Εκείνο ήταν πάνω σε μια βελανιδιά και τίναζε βελανίδια για να φάνε τα πρόβατα.
Τότε ο Μίλτος πλησίασε και του μίλησε, που είσαι μικρέ, σε ψάχνει η μάνα μου του είπε και του την μπουμπούνισε.
Το βοσκόπουλο έπεσε νεκρό, και ο Μίλτος καταδικάστηκε  σε 20 χρόνια φυλακή.

Στις φυλακές τις Πάτρας πέρασε ο Μίλτος Παπαγρηγόρης τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του.
Και όταν βγήκε πλέον 40 ετών γύρισε στο χωριό.

Οι δικοί του είπαν να τον παντρέψουν για να τον βάλουν στον ίσιο δρόμο.
Επειδή η παλιά του κοπέλα είχε ήδη παντρευτεί όσο αυτός ήταν στην φυλακή του έκαναν προξενιό με την Βασιλική (Βασίλω) Δημοπούλου μια όμορφη γυναίκα από το Τρίκορφο Ναυπακτίας.
Την κοπέλα αυτή είτε την ήθελε είτε είχε σχέση μαζί της πρωτύτερα κάποιος  Ιωάννης Πολύζος, αλλα δεν την πήρε γιατί ήταν φτωχή.
Κάτι τέτοιο ήταν βαρύ για την εποχή γι αυτό την προξένησαν στον Μίλτο που και αυτός είχε βαρύ παρελθόν.
Και την δουλειά την έφτιαξαν, οι Τρικορφιώτες μάλιστα έταξαν και προίκα στον Μιλτιάδη.
Όμως οι εχθροί του στην Σταμνά φαίνεται ότι δεν είχαν ξεχάσει τα προηγούμενα καμώματα του, και πήγαν στο Τρίκορφο, έπιασαν τον πατέρα της Βασίλως και τον συμβούλεψαν να μην δώσει την κόρη του στον φονιά.
Τότε ο πατέρας της Βασίλως γύρισε το προξενιό πίσω στον Μίλτο που έπεσε ο ουρανός να τον πλακώσει.
Ήξερε καλά ότι τον κατηγόρησαν, μα είχε δει και την Βασίλω και ήξερε ότι τον ήθελε.
Για μια ακόμα φορά το μυαλό του θόλωσε πήρε το όπλο του και τράβηξε για το Τρίκορφο αποφασισμένος ή να κλέψει την Βασίλω ή να την σκοτώσει.
Το σόι της Βασίλως το έμαθε και την έκρυβε, ούτε την άφηνε να κυκλοφορεί χωρίς συνοδεία, παρά μόνο από δρόμους μυστικούς και ερημικούς.
Μια μέρα ο Μίλτος είχε την πληροφορία και κρύφτηκε σε ένα μονοπάτι που θα περνούσε η Βασίλω.
Τότε την είδε και άραξε, η Βασίλω, ο μικρός της αδελφός, και η θεία της.
Όταν πλησίασαν βγήκε μπροστά τους, έβγαλε το όπλο του και πρόσταξε...Ακολούθα με Βασίλω!!!
Πράγματι η Βασίλω προς στιγμήν έκανε προς το μέρος του, αλλά της φώναξε η θεία της να γυρίσει πίσω και να μην ντροπιάσει την οικογένεια της.
Τότε η Βασίλω κοντοστάθηκε και έκανε να γυρίσει πίσω.
Βλέποντας αυτή την εξέλιξη ο Μίλτος δεν το σκέφτηκε στιγμή, πυροβόλησε σκότωσε τη Βασίλω και έφυγε.

Γύρισε στο χωριό ο Μίλτος, αγρίμι πληγωμένο και οι δικοί του τον παρακαλούσαν να πάει να παραδοθεί.
Αυτός έκανε πολύ καιρό να το πάρει απόφαση να παραδοθεί έχοντας ήδη ζήσει 20 χρόνια μέσα στις φυλακές.
Κρυβόταν στο βουνό, και έβγαινε την νύχτα πλησίαζε στο χωριό άφηνε τα ρούχα του και έπαιρνε άλλα καθαρά από προκαθορισμένο σημείο.

Μια ημέρα μάλιστα παρεξηγήθηκε πολύ με τους Μαυροματέους, τσακώθηκαν και ήρθαν στα χέρια.


Τότε και αυτοί παραφύλαξαν στον δρόμο βόρεια της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου για να τον σκοτώσουν, και όταν τον είδαν τον πυροβόλησαν.
Για μια ακόμα φορά ο Μίλτος γλίτωσε, έτρεξε μπήκε από την βόρεια πόρτα της Εκκλησίας, βγήκε από την νότια και έφυγε από το σοκάκι δυτικά της Εκκλησίας.
Οι πυροβολισμοί πίσω του δε έκαναν κόσκινο την βόρεια πόρτα του Αγίου Νικολάου.

Πλέον δεν είχε τόπο να σταθεί και αποφάσισε να παραδοθεί στην Αστυνομία.
Βρέθηκε ξανά στις φυλακές της Πάτρας, και εκεί έκλαψε την Βασίλω του και την ζωή του, γράφοντας τους παρακάτω στίχους που έγιναν δημοτικό τραγούδι.

Βάτους κι αγκάθια πάτησα Βασίλω μου,
αμάν αμάν Βασίλω όσο να σ’ αγαπήσω.

Και τώρα που σ’ αγάπησα Βασίλω μου,
αμάν αμάν Βασίλω μου λένε να σ’ αφήσω,
μου λένε να σ’ αφήσω και να σε παρατήσω.

Φέτος τα στάρια χάλασαν Βασίλω μου,
αμάν αμάν Βασίλω και τι ψωμί θα φάμε,
αμάν αμάν Βασίλω στο δρόμο που θα πάμε.

Φέτος τ’ αμπέλια χάλασαν Βασίλω μου,
αμάν αμάν Βασίλω και τι κρασί θα πιούμε,
αμάν αμάν Βασίλω όταν στεφανωθούμε;

Κάλλιο να ιδώ το αίμα σου Βασίλω μου,
αμάν αμάν Βασίλω στη γη να κοκκινίζει,
παρά να δω τα μάτια σου άλλος να τα φιλήσει.

Στη Πάτρα πάω κι έρχομαι Βασίλω μου,
αμάν αμάν Βασίλω τι θέλεις να σου στείλω;

Ωστόσο για πρώτη και μοναδική φορά η τύχη φαίνεται να του χαμογέλασε καθώς η κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει γενική αμνηστία στους καταδίκους.
Ο Μίλτος έμεινε στην φυλακή για τον φόνο της Βασίλως μόνο έναν χρόνο και μετά του δόθηκε χάρη.

Αποφυλακίστηκε, επέστρεψε στην Σταμνά και δεν παντρεύτηκε.
Το όνομα Παπαγρηγόρης δεν υπάρχει πλέον στο χωριό.

Αυτή ήταν η πραγματική ιστορία του ατίθασου Μιλτιάδη Παπαγρηγόρη από την Σταμνά Μεσολογγίου.
Τα παραπάνω γεγονότα μου τα εξιστόρησαν ηλικιωμένοι του χωριού που τα είχαν ακούσει από γηραιότερους παλιά.

Εκτός του Μιλτιάδη, από τις υπόλοιπες οικογένειες της ιστορίας υπάρχουν απόγονοι αυτών μέχρι και σήμερα στο χωριό μας.

Βασίλης Ξεσφίγγης

ΠΗΓΗ

Στηρίξτε τον Melissocosmos κάνοντας like πατήστε το πλήκτρο (ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ)...