Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ




Ήταν με μεγάλη μας έκπληξη και απογοήτευση που αντιληφθήκαμε την παρακάτω επιστολή προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, η οποία έχει δημοσιευτεί πρόσφατα στην «Μελισσοκομική Επιθεώρηση». Είναι πραγματικά λυπηρό το γεγονός ότι ο εκδότης ενός αξιόπιστου, κατά τα άλλα, επιστημονικού περιοδικού δίνει βήμα έκφρασης σε μια άποψη σαφώς λανθασμένη και παραπλανητική, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία του εντύπου του ως πηγής πληροφόρησης και ενημέρωσης για τους μελισσοκόμους της Ελλάδας.

Η συγκεκριμένη επιστολή αποτελεί μια προσπάθεια παραπληροφόρησης και παραπλάνησης του ιδίου του Υπουργού και του μελισσοκομικού κόσμου γενικότερα. Είναι έκδηλο ότι ο συντάκτης της είτε ζει στο σκοτάδι, είτε δεν γνωρίζει τίποτα περί κανονισμών και νόμων της ΕΕ. Αγνοεί επίσης και τις διεθνείς συμφωνίες που έχει συνάψει η Ελλάδα (Balai Directive και GATT), αποδεικνύοντας ότι οι γνώσεις του περί μελισσοκομίας και της ιστορίας της στην Ελλάδα, δυστυχώς, παρουσιάζουν σοβαρές ελλείψεις. Αυτό μπορεί να το αντιληφθεί κάθε συνειδητοποιημένος και διαβασμένος μελισσοκόμος διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα της επιστολής:

“Επιπρόσθετα με τα προϊόντα μελισσών, η εισαγωγή ξένων φυλών μελισσών από γειτονικές χώρες έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα όπως υποβάθμιση του γενετικού υλικού των ελληνικών πληθυσμών μελισσών, αύξηση της επιθετικότητας  των μελισσών, μείωση των αποδόσεων και ασθένειες. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η απαγόρευση εισαγωγής ξένων φυλών μελισσών στην Ελλάδα με σκοπό α) να διαφυλαχθούν οι εγχώριοι πληθυσμοί μελισσών από υβριδισμούς και β) να περιοριστούν οι ασθένειες που μεταφέρουν, είναι επιτακτική ανάγκη.”


Πρώτα από όλα, η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και όπως όλα τα άλλα κράτη-μέλη έχει κάποιες υποχρεώσεις όσον αφορά το ελεύθερο εμπόριο. Και είναι πραγματικά αδιανόητο κάποιος που δραστηριοποιείται σε ένα εμπορικό κλάδο όπως η μελισσοκομία να αγνοεί (ή να αδιαφορεί σκόπιμα) τις αρχές και τους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου. Γιατί, παρόλο που δεν εξυπηρετούν τα προσωπικά μας συμφέροντα όλοι οι κανονισμοί και οι νόμοι, έτσι έχουν τα πράγματα κι εμείς πρέπει να προσαρμοζόμαστε στους ρυθμούς που επιτάσσει η ελεύθερη αγορά… Είτε μας αρέσει είτε όχι! Δηλαδή, αν βασίλισσες εξάγονται από μια χωρά μέλος προς άλλη και τα πιστοποιητικά τους είναι σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΕΕ, τότε δεν μπορεί η υποδεχόμενη χωρά να μην τις δεχτεί. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για εγκεκριμένες τρίτες χώρες.
Για του λόγου το αληθές, κάθε χρόνο χιλιάδες βασίλισσες εξάγονται από την Ελλάδα προς άλλες χώρες της Ευρώπης χωρίς κανένα πρόβλημα. Είναι ακατανόητο λοιπόν πως μια χωρά κάνει εξαγωγές και την ίδια στιγμή δεν θέλει να κάνει εισαγωγές της ίδιας κατηγορίας προϊόντων.

Είναι σημαντικό επίσης να σημειώσουμε ότι όλες οι επίσημες εξαγωγές γίνονται σύμφωνα με τους περί κτηνιατρικούς κανονισμούς της ΕΕ και συνοδεύονται με τα κατάλληλα πιστοποιητικά ότι είναι απαλλαγμένες από ασθένειες. Άρα πού στηρίζει ο «συνάδελφος» τον ισχυρισμό του ότι με τις εισαγωγές μεταφέρονται στην χώρα και ασθένειες; Και ποιες είναι οι ασθένειες που μεταφέρονται στην Ελλάδα από γειτονικές χώρες, όταν οι κανονισμοί περί ασθενειών ισχύουν σε όλα τα κράτη-μέλη; Μήπως τελικά οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες του «συναδέλφου», όπως εκφράζονται μέσα από την επιστολή του, αποτελούν σοβαρότατα υπονοούμενα σχετικά με την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων και γενικότερα του έργου των κτηνιατρικών υπηρεσιών;

Πέρα από τη «μεταφορά ασθενειών», εξίσου σοβαρή είναι επίσης η ανησυχία του συντάκτη της επιστολής σχετικά με τους υβριδισμούς. Υβριδισμός, με το “sensu stricto” νόημα τις λέξης, δεν προέρχεται από μείξη υποειδών αλλά από τη διασταύρωση δύο διαφορετικών ειδών. Για παράδειγμα, από τη διασταύρωση ενός γαϊδάρου με ένα άλογο, προέρχεται το μουλάρι που ως γνωστό, είναι ένα στείρο υβρίδιο. Επομένως, στην περίπτωση της μελισσοκομίας, θα ήταν πιο φρόνιμο να χρησιμοποιηθεί κάποια άλλη λέξη όπως «διασταύρωση» αντί υβριδισμός.

Είναι γεγονός ότι πριν το 1980, υπήρχαν αρκετοί ξεχωριστοί πληθυσμοί μελισσών στην Ελλάδα. Στα Επτανήσια υπήρχε η Apis mellifera carnica Pollman 1879, στη νοτιά Ελλάδα η A. m. cecropia Kiesenwetter 1860, στη βόρεια Ελλάδα A. m. macedonica Ruttner 1988, με κάποιους οικοτύπους όπως της Χαλκιδική και του πληθυσμού της δυτικής Θράκης. Στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου  φαίνεται ότι υπήρχε κάποια επιρροή από την A. m. anatoliaca Maa 1953, της Τουρκίας. Στην Κρήτη επικρατούσε η A. m. adami Ruttner 1975, εκλιπών υποείδος που δεν άντεξε στην πρόκληση της τραχειακής ακαρίασις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός απομονωμένου νησιωτικού πληθυσμού με χαμηλό επίπεδο γενετικής ποικιλότητας.
Η σημερινή εικόνα είναι εντελώς διαφορετική: Άμεικτοι πληθυσμοί δεν υπάρχουν πλέον λόγω του εμπορίου βασιλισσών, παραφυάδων και κυψελών εντός Ελλάδας και κυρίως από την άσκηση νομαδικής μελισσοκομίας. Επικρατεί η ανάμειξη πληθυσμών με πολύ χαμηλή παραγωγή, γιατί σχεδόν όλοι οι μελισσοκόμοι υπερταΐζουν τα μελίσσια τους για να μην χάσουν θέσεις. Πολλά μελίσσια χωρίς τάϊσμα δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν και δεν θα μπορούσαν να συνεισφέρουν τα άχρηστα γονίδια τους στην επόμενη γενιά. Δυστυχώς, στην Ελλάδα η συνεχής  ανάγκη για απόκτηση ολοένα και περισσότερων μελισσιών, χωρίς καμιά σκέψη για επιλογή και ποιότητα, οδηγεί στην αύξηση του αριθμού κυψελών, οι οποίες ωστόσο είναι μη παραγωγικές, ενώ επικρατεί μια σταδιακή υποβάθμιση του γενετικού υλικού και συνεπώς  μείωση στη παραγωγή ανά κυψέλη.

Μάλιστα ο Brother Adam, στο βιβλίο του “In search of the best strains of bees”, είναι πολύ σαφής ότι υπήρξε υποβάθμιση του γενετικού υλικού από το 1952 μέχρι το 1977. Σύμφωνα με τον ερευνητή αυτό οφείλεται αποκλειστικά στη νομαδική μελισσοκομία και στην έλλειψη επιλογών ποιοτικού γενετικού υλικού. Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να γυρίσουμε το χρόνο και την ιστορία πίσω. Είναι λοιπόν σαφές ότι η ζημιά στους εγχωρίους πληθυσμούς μελισσών έχει προκληθεί τα τελευταία 60 χρονιά από τους ίδιους τους μελισσοκόμους που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και όχι από εισαγωγές βασιλισσών, όπως ισχυρίζεται ο συντάκτης της υπό συζήτηση επιστολής...

Εξάλλου, όταν οι βασίλισσες προέρχονται από ένα επαγγελματία βασιλοτρόφο που έχει ξοδέψει χρόνο και χρήμα ώστε να δημιουργήσει καλό γενετικό υλικό, η χρήση του γενετικού υλικού αυτού δεν μπορεί παρά να βελτιώσει και το αντίστοιχο στη μονάδα του μελισσοκόμου που το προμηθεύτηκε. Αποτέλεσμα; Μα φυσικά αύξηση της παραγωγής και ο ακόμα ευκολότερος και αποδοτικότερος χειρισμός των κυψελών.

Σχετικά με το θέμα της αύξησης της επιθετικότητας των μελισσών, μεγάλο ρόλο διαδραματίζουν οι διασταυρώσεις… Ποιο είδος δηλαδή διασταυρώνεται με ποιο.  Στην μελισσοκομία, γενικά επικρατούν τα χαρακτηριστικά της βασίλισσας ενώ ο ρόλος των κηφήνων, με τους οποίους έχει ζευγαρώσει η βασίλισσα είναι πολύ μικρότερος. Επομένως ξέρουμε ότι οι βασίλισσές μας κρατούν τα καλά τους χαρακτηριστικά ακόμα κι όταν διασταυρώνονται με κηφήνες από μελίσσια με επιθετική συμπεριφορά.
 

Συμπερασματικά, με βάση όλα τα προαναφερθέντα, είναι ξεκάθαρο ότι ο συντάκτης της εν λόγω επιστολής νιώθει να απειλείται από τις εισαγόμενες βασίλισσες, όχι για τους λογούς που αναφέρει, αλλά επειδή είναι και ο ίδιος βασιλοτρόφος… Τι πιο προφανές λοιπόν από το γεγονός ότι σκοπός του «συναδέλφου» αυτού είναι να δημιουργήσει συνθήκες μονοπωλίου για το δικό του προϊόν, περιφρονώντας προκλητικά τις αρχές του υγιούς ανταγωνισμού…



M E L I S S O C O S M O S
Η Παρούσα επιστολή μας ήρθε προς δημοσίευση.
Ο MELISSOCOSMOS πιστός στις δέσμευσης του περί ελεύθερης φωνής όλων των μελισσοκόμων την δημοσιοποιεί προς γνώση όλων των ενδιαφερομένων.