Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ






Συνέβη πριν 500 ή 600 χρόνια.
Το ιστορικό θέλει το  ένα και μοναδικό πρόσωπο της αληθινής ιστορίας μας να ανηφορίζει τα δύσβατα πευκοδάση της Ανατολικής Κρήτης.
            Γνώριμα μέρη γι’ αυτόν ανέβαινε τα όρη λες και δεν πατούσε στην γη, ώσπου το κακοτράχαλο μονοπάτι τον έβγαλε στον πιο παράξενο βράχο που μπορεί να έχει αντικρίσει μάτι ανθρώπινο. Ένα κομμάτι πέτρα πανύψηλο τριάντα ή και σαράντα μέτρα, αλλά λεπτό ίσιο και κάθετο λες και κάποιος θεός έριξε το ακόντιο  του, για να σκοτώσει κάποιο γιγάντιο τέρας που απειλούσε την Κρητική Γη. Και αυτό μπήχτηκε στην γη και πέτρωσε και έμεινε εκεί χιλιάδες χρόνια, έτσι ίσιο, κάθετο, τεράστιο, αναλλοίωτο στον χρόνο, ένα βέλος μπηγμένο στο σώμα της Κρητικής Γης για να θυμίζει σε όλους ότι κανένας δεν μπορεί να βλάψει ετούτο τον τόπο.
Κανείς δεν μπορεί να τον σφετεριστεί και να μείνει ατιμώρητος.
Αν και γι’ αυτόν τον απλό άνθρωπο που ίσως ποτέ δεν πέρασαν τέτοιες σκέψεις από το μυαλό του ήταν ένα συνηθισμένο θέαμα, αφού εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε, ασυνήθιστο γι’ αυτόν ήταν ο θόρυβος που ερχόταν από την κορφή του απρόσιτου και απάτητου βράχου.
Παράξενος αλλά και γνώριμος βόμβος, αφού σαν μελισσοκόμος τον άκουγε συχνά πυκνά όταν επισκεπτόταν τον μελισσόκηπο του.
Σήκωσε το κεφάλι του και κατευθυνόμενος από τον βόμβο κάρφωσε το μάτι του εκεί ψηλά στην κορυφή όπου ένα μαύρο ποτάμι σχηματιζόταν λες και ερχόταν από το πουθενά.
Το θέαμα μοναδικό!!! Από παιδί πήγαινε στα μελίσσια, αλλά τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναδεί. Τέτοια δύναμη, τέτοιο σφρίγος, τόσος λαός του φαινόταν αφύσικο, εξωπραγματικό.
Φάνταζε με το μυαλό του ότι όλα τα μελισσοσμήνη της γης είχαν ενωθεί για να κάνουν ένα και μοναδικό μελίσσι. Έκανε το σταυρό του μπρος στο ασύλληπτο θέαμα και θέλησε να φύγει μακριά από αυτό το θαύμα. Όμως η ανθρώπινη φύση του αλλά και η περιέργεια τον έφερε πίσω πολλές φορές και πολλές φορές τον έβαλε να σηκώσει τα μάτια του για να δει το μαύρο ποτάμι να ξεχύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Έτσι η περιέργεια γέννησε την επιθυμία και η επιθυμία την πράξη. Πρέπει οπωσδήποτε να φτάσει το όνειρο. Πρέπει οπωσδήποτε να τρυγήσει αυτό το μελίσσι. Όμως πώς να φτάσει εκεί; Πως θα μπορέσει να πατήσει αυτή την κορυφή όπου ποτέ κανένας δεν πάτησε;
Τι θα συναντήσει εκεί πάνω;
Αλλά όπου τελειώνουν οι ανθρώπινες δυνατότητες, σειρά έχει ο Θεός, το Θείο, το ανυπέρβλητο, το θαύμα.
Γι’ αυτό και η ευχή ήταν άμεση :
-                      Παναγιά μου βοήθησε  με , δώσμου φώτιση να φτάσω εκεί και αν τα καταφέρω όλο το κερί θα είναι Δικό Σου.
Και το θαύμα έγινε!
Μαζί με την ευχή ήρθε και η ιδέα!!!
-                      Αν έκοβα κομμάτια ξύλου και τα έχωνα στο βράχο θα σχημάτιζα μια σκάλα που θα μπορούσε να φτάσει μέχρι την κορυφή. Έτσι μυστικά και σιωπηλά άρχισε το δύσκολο έργο του.
Η ιστορία δεν λέει πόσο καιρό κράτησε αυτή η εργασία. Όμως κάποια στιγμή τελείωσε και δεκάδες ξύλα μπηγμένα στον βράχο προεξείχαν, σχηματίζοντας μια σκάλα που στοιχημάτιζες πως θα έφτανε στον ουρανό.
Και καθώς ο πρωτοπόρος αυτός σκαπανέας έφτασε στην κορυφή αντίκρισε ένα μοναδικό θέαμα. Ούτε ο ίδιος είχε φανταστεί αυτό που έβλεπαν τα μάτια του, ίσως και κανένας άνθρωπος να μην έχει δει κάτι παρόμοιο.
Με μιας ένιωσε  ότι τόσος κόπος δεν πήγε χαμένος και πως ο θησαυρός που είχε μπροστά του ήταν έτοιμος να λύσει πολλά από τα προβλήματα του, αρκεί να άπλωνε το χέρι του και με λίγο καπνό όλα θα ήταν  απλά και εύκολα.
Έτσι και έγινε.
Κανείς δεν ξέρει πόσες φορές ανέβηκε και κατέβηκε, πάντως τελειώνοντας, κοφίνια με κατάλευκες κηρήθρες περίμεναν να φορτωθούν στα ζώα και να οδηγηθούν στο κονάκι του.
Κοντοστάθηκε και καμάρωνε τόσο για τα λάφυρα που απέκτησε όσο και για τον εαυτό του. Κοίταξε τον βράχο που τώρα φάνταζε μικρότερος, νικημένος, πατημένος από ανθρώπινο πόδι, πληγωμένος από τα ξύλα που είχε μπήξει στην σάρκα του. Κοίταξε και τους καρπούς του κόπου του που κανείς δεν θα πίστευε σε τέτοια σοδειά, αλλά αυτά τον έφεραν στην πραγματικότητα του θύμιζαν την ευχή που έπρεπε να εκπληρώσει.
Το κερί στην Παναγία!
Τόσο κερί; Τι να το κάνει τόσο κερί η χάρη της; Άσε που το κερί ήταν ακριβότερο από το ίδιο το μέλι.
Ε, όχι! Εγώ δάμασα τον βράχο, εγώ τρύγησα το μεγαλύτερο μελίσσι του κόσμου, δικαιούμαι κάτι παραπάνω. Δεν δίνω το κερί στην Παναγία.
Με  αυτή τη σκέψη άρχισε να φορτώνει τη λεία του στα ζώα και σαν ετοιμαζόταν να πάρει το δρόμο της επιστροφής, αντιλήφθηκε ότι κάτι του  έλλειπε, το τσερτσέτο του ( δρεπανοειδές μαχαίρι που κόβει τις κηρήθρες).
Θυμήθηκε ότι το άφησε εκεί πάνω στο βράχο στο μελίσσι που τώρα πια ψυχορραγούσε από την  ανελέητη λεηλασία του.
Να φύγει χωρίς αυτό;
Όχι δα! Πόση ώρα ήθελε; Θα ανέβαινε, θα κατέβαινε και θα ήταν ο μεγάλος κερδισμένος και μέλι και κερί και τσερτσέτο.   

Έτσι πριν καλά καλά το καταλάβει, άρχισε να βγαίνει ένα ένα τα μπηγμένα στο βράχο ξύλα. Όμως κάπου εκεί, λίγο πιο πάνω από τη μέση, τα ξύλα δεν άντεξαν το βάρος του φουσκωμένου από υπερηφάνεια ανθρώπου, λύγισαν, έσπασαν και όλα τελείωσαν σε μια στιγμή.
Κακός υπολογισμός, τύχη , σύμπτωση, θεία τιμωρία για την ανεκπλήρωτη υπόσχεση; Ποιος ξέρει;
Σήμερα αιώνες μετά το συμβάν ο βράχος μένει  ίδιος, ακλόνητος σε πείσμα των καιρών και μπορείς να τον δεις,, να τον αγγίξεις όπως μπορείς να δεις και τα μπηγμένα ξύλα που ακόμα προεξέχουν από το βράχο, λες και κάποιο αόρατο χέρι τα συντηρούσε τόσους αιώνες.
Όπως μπορείς να διακρίνεις την κενή θέση του μοιραίου ξύλου, απλώς για να θυμίζει ότι η αλαζονεία, η υπερηφάνεια και οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις είναι μοιραία καταστροφικές.
                                                                                                                   
                                                                                                                         Κοτζιάς Γεώργιος
                                                                                Εκπαιδευτής Μελισσοκόμος