Γράφει ο Γιώργος Κοτζιάς - Δάσκαλος μελισσοκόμων
Πολλά γράφτηκαν για τον κλέφτη κυψελών που πιάσανε επ’ αυτοφώρω να φορτώνει μέλισσες από ξένο μελισσοκομείο.
Εξ άλλου τον τελευταίο καιρό δεν λείπουν από τα διάφορα μπλοκ συχνές ανακοινώσεις που αναφέρονται σε κλοπές μελισσοσμηνών πλαισίων η ακόμα και πληθυσμού.
Και εντύπωση προκαλούν οι ποινές όσων δικάζονται μετά από κλοπή που έχουν διαπράξει.
Βέβαια το βασικότερο σε αυτή την περίπτωση είναι οι συλληφθέντες η οι καταγγελλόμενοι να δικαστούν πραγματικά για να αποτελέσουν τροχοπέδη για άλλους επίδοξους ληστές , και όχι να πέσουν στα μαλακά η να τα βρουν όπως λένε πολλοί με τον παθόντα.
Και αυτό το τελευταίο, δηλαδή να τα βρουν μεταξύ τους είναι ότι χειρότερο υπάρχει επάνω σε αυτό το ζήτημα γιατί και τον κλέφτη αποθρασύνει, δίνοντάς του τροφή για να συνεχίσει το κακουργηματικό έργο του, και τη δικαιοσύνη παρακάμπτει, (αν και αυτή πολλές φορές αμφισβητείται για το πόσο δίκαια η ικανή είναι) Αλλά και τον παθόντα, που τον καθιστά έρμαιο στα χέρια ενός κακούργου, και δειλό στην αντιμετώπιση ενός εχθρού του ιδίου της οικογένειάς του αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας.
Καθώς διάβαζα τα σχετικά δημοσιεύματα, θυμήθηκα ένα από τα πολλά περιστατικά που συνέβησαν στην ιστορία της μελισσοκομικής οικογένειάς μου, ένα από αυτά τα περιστατικά που χαράζονται ανεξίτηλα στο παιδικό μυαλό, και που σε συνοδεύουν σαν αναμνήσεις σε όλη την διάρκεια της ζωής σου.
Η αλήθεια είναι ότι δεν θα μπορούσα να πω ότι τα μελισσοκομεία μας ήταν στόχος ληστών. Ο Πατέρας μου ήταν γνωστός σε πολύ κόσμο και σεβαστός άνθρωπος και έτσι δεν αποφάσιζαν πολλοί πολλοί να βάλουν χέρι σε κάτι που ήξεραν ότι ήταν δικό του.
Όμως που και που από κάποιο μελισσοκομείο όλο και καμία δυο κυψέλες μπορεί να έλειπαν, σουβενίρ κάποιου γρουσούζη που έβαζε χέρι στον κόπο του άλλου, έτσι απλά μόνο και μόνο για να μαγαρίσει (λερώσει) τα ήδη λερωμένα χέρια του και το βιός του άλλου που μοχθεί τα τον κάνει.
Έτος 1978 Φθινόπωρο και εγώ μόλις 15 ετών συνόδευα τον πατέρα μου Βοηθώντας τον στο τάισμα και στην περιποίηση για ξεχειμώνιασμα.
Πηγαίνοντας σε κάποιο μελισσοκομείο στα Ανατολικά του Νομού Ηρακλείου, και καθώς μπαίναμε στην είσοδό του παρατηρήσαμε κάτι ασυνήθιστο. Μια από τίς κυψέλες τουμπαρισμένη στην μέση μέση του μελισσοκομείου.
Αφού κατεβήκαμε από το φορτηγό διαπιστώσαμε ότι και κάποιες άλλες κυψέλες ήταν κλειστές και είχαν αφαιρεθεί τα καπάκια τους (ευτυχώς για τίς μέλισσες τότε δεν είχαμε καπάκια τύπου Αυστραλίας) ενώ έλειπαν 6 κυψέλες.
Μια προσεκτικότερη ματιά εκεί που βρισκόταν η τουμπαρισμένη κυψέλη στην οποία είχε ξεκουμπωθεί η σίτα μεταφοράς, Διαπιστώσαμε από το αποτύπωμα στα χόρτα ότι στο μελισσοκομείο είχε μπει τρίκυκλο όχημα προφανώς κάποια τρίκυκλη σκαφτική μηχανή. (ήταν μηχανές ντόπιας κατασκευής από 3 – 4 εργοστάσια που υπήρχαν στο Ηράκλειο και κατασκεύαζαν τέτοια οχήματα που αφαιρούσε ο αγρότης την μηχανή , έσκαβε το χωράφι του και την ξανασύνδεε στο τρίκυκλο όχημα).
Ο Πατέρας μου, μου είπε να περιμένω χωρίς να πειράξω τίποτε και θα επέστρεφε σε λίγο αφού θα πήγαινε στο κοντινό Αστυνομικό τμήμα που υπήρχε τότε σε ένα κεφαλοχώρι εκεί κοντά. Πράγματι σε λίγο επέστρεψε με ένα αστυνομικό, (Τότε τους λέγαμε χωροφύλακες) ο οποίος αφού κατέγραψε ότι είδε, ξαναμπήκε στο φορτηγό και ο πατέρας μου τον επέστρεψε στο τμήμα του κάνοντας συνάμα και μήνυση κατά αγνώστου.
Το γεγονός ήταν ολοφάνερο.
Κάποιος κλέφτης φόρτωσε 6 κυψέλες, φορτώνοντας την 7η του έπεσε, άνοιξε και οι μέλισσες που βγήκαν τον κυνήγησαν, έτσι έφυγε αφήνοντας κλειστές τις υπόλοιπες κυψέλες που σίγουρα θα φόρτωνε. Αφού ανοίξαμε τις κυψέλες που είχαν πάθει μεγάλη ζημιά και βάλαμε στην θέση της την τουμπαρισμένη τίς ταΐσαμε και βράδυ πιά επιστρέψαμε σπίτι.
Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου τόσο νευριασμένο . Από εκεί που ήταν αδιάφορος όταν του έλειπαν καμιά δυο κυψέλες από τα μελισσοκομεία σε αυτή την περίπτωση είχε βγει έξω από τα ρούχα του. Έτσι την επόμενη ημέρα άρχισε η αναζήτηση στα γύρο από το μελισσοκομείο χωριά μήπως και στις τόσες τρίκυκλες μηχανές διαπιστώσει κάτι που να υποδηλοί ότι ο κάτοχός της ήταν ο κλέφτης.
Αλλά δυστυχώς τίποτε, κανένα σημάδι δεν πρόδιδε κάτι τέτοιο.
Μερικές ημέρες αργότερα, ξαναεπισκευθήκαμε το μελισσοκομείο, Και καθώς ξεφορτώναμε τις κανήστρες με το σιρόπι στον τόπο που βρισκόταν η τουμπαρισμένη κυψέλη, βρήκαμε ένα κομμάτι αλυσιδάκι που στην άκρη του είχε ένα μικρό πείρο σαν αυτούς που έχουν στις πίσω πόρτες της καρότσας, και μπαίνουν σε κάποιο στρογγυλό λαμάκι με τρύπα για να μην ανοίγουν.
Δεν χρειαζόταν να είσαι και ο Πουαρό, τώρα αναζητούσαμε μια τρίκυκλη σκαπτική που από την πόρτα της καρότσας της έλειπε ένα αλυσιδάκι. Έτσι ξεκίνησε μια νέα αναζήτηση.
Και επειδή ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη αλλά πιο πολύ αγαπάει τον νοικοκύρη, σέ ένα από τα ύποπτα χωριά, επάνω στον κεντρικό δρόμο και έξω από ένα σπίτι, να μια τρίκυκλη που με περισσότερη παρατήρηση της έλειπε το αλυσιδάκι από την αριστερή πλευρά της πόρτας. Αφού σταματήσαμε το φορτηγό λίγο πιο πάνω, κατέβηκε ο πατέρας μου, κατέβηκα και εγώ παρά τις αντιρρήσεις του, πλησίασε την εξώπορτα και φώναξε αν είναι κανείς στο σπίτι.
Την πόρτα άνοιξε η γυναίκα του σπιτιού,(δεν λέω νοικοκυρά) και ρώτησε τι θέλαμε.
Ο πατέρας μου την ρώτησε αν η σκαφτική ήταν δική τους, (δεν είχε δει το φορτηγό που ήταν καμιά δεκαριά μέτρα παραπάνω) Και απάντησε θετικά.
Ο πατέρας μου την ρώτησε, αν μπορούσε να δει τον άντρα της και αφού τον φώναξε με το όνομά του, αυτός βγήκε από το σπίτι ρωτώντας τι θέλουμε. Αυτός όμως, πλησιάζοντας προς τον πατέρα μου αντιλήφθηκε το φορτηγό, και αφού έκανε βήματα πίσω προσπάθησε να φύγει πηδώντας από το πλάι της αυλής στο διπλανό οικόπεδο που ήταν χαμηλότερα από τον δρόμο. Μόλις αντιλήφθηκε ο πατέρας μου την κίνηση αυτή πήδηξε πρώτος στο διπλανό οικόπεδο και έτσι ο δράστης ματαίωσε την απόπειρα διαφυγής του.
Ο πατέρας μου ξανά ανέβηκε στο επίπεδο του δρόμου και αφού τον πλησίασε τον κάλεσε να βγεί από την αυλή και να τα πούνε στην άκρη του δρόμου. Έτσι και έγινε. Και ακολουθούμενος από την γυναίκα του που ήταν γνώστης των πάντων, (πιθανόν συμμετείχε και αυτή) πήγαν δίπλα στην μηχανή του να κουβεντιάσουν.
- Πώς με βρήκες; Ρώτησε ξεδιάντροπα.
Ο πατέρας μου έβγαλε το αλυσιδάκι και το έδειξε ξαναβάζοντας το στην τσέπη του.
- Και τι θες τώρα;
- Τώρα! Τίποτε από εσένα θα τα πεις στον Εισαγγελέα.
- Ξέρεις ποιος είμαι Εγώ!! Είπε κομπορρημονώντας πιθανόν απελπισμένα.
- Ποιος να είσαι; κανένα τσιράκι της Χούντας θα είσαι!
Και φαίνεται πώς ορθά μάντεψε ο πατέρας μου. Οι μνήμες της Χούντας ήταν ακόμα νωπές και όπως μάθαμε αργότερα, ο συγκεκριμένος είχε αγαθές σχέσεις με παράγοντες της εποχής. Αλλά επίσης ήταν και γνωστός για τα μακριά χέρια του.
- Δεν λυπάσαι το Παιδί σου; Λέει, απειλώντας.
Εκεί τα έχασα και εγώ. Το μόνο που ένοιωσα ήταν ένας σίφουνας. Το επόμενο που είδα, ήταν τον πατέρα μου, να τον έχει ρίξει κάτω, και να τον χτυπά πότε με μπουνιές και πότε με σκαμπίλια. Τότε η Γυναίκα του έβαλε τις φωνές και έτρεξαν χωριανοί από γύρω γύρω που αγανάχτησαν να τον γλυτώσουν από τα χέρια του πατέρα μου.
- Ακούς εκεί να απειλήσει το παιδί μου ο άχρηστος! Φώναζε ο πατέρας μου.
Οι χωριανοί τους χώρισαν μεν, αλλά φαίνεται πως κανείς δεν είχε την διάθεση να πάρει το μέρος του χωριανού του. Αυτό έλεγε πολλά για τον χαρακτήρα του κλέφτη.
- Τρέξε να τηλεφωνήσεις την Αστυνομία μου λέει ο πατέρας μου.
Φυσικά τότε ούτε κινητά υπήρχαν ούτε τα σπίτια είχαν σταθερά τηλέφωνα, το μόνο τηλέφωνο ήταν του ΟΤΕ σε ένα μπακάλικο, και το Κοινοτικό.
Έτρεξα αλλά πριν μπω στο μπακάλικο, μου είπαν ότι είχαν ειδοποιήσει είδη την αστυνομία γιατί φοβήθηκαν ότι δεν θα γλύτωνε από τα χέρια του Πατέρα μου. Όταν επέστρεψα στον Πατέρα μου η γυναίκα του κλέφτη προσπαθούσε με ένα πανί τα σκουπίσει τα αίματα του άντρα της, από το πρόσωπο του.
Σέ λίγο φτάνει και η αστυνομία με ένα τζιπ LAND ROVER και την χαρακτηριστική επιγραφή της Ελληνικής Χωροφυλακής. Κατέβηκαν 2 χωροφύλακες, που ρώτησαν τι συμβαίνει και ο πατέρας μου τους εξήγησε τα καθέκαστα
Στο ερώτημα του χωροφύλακα για το ποιος τον χτύπησε!
- Εγώ! Απάντησε ο Πατέρας μου.
- Όχι! Ψέματα πήγα να πηδήξω από την αυλή και έπεσα.
Ελάτε στο τμήμα είπε ο Χωροφύλακας. Τότε ο Πατέρας μου με φώναξε και μου είπε:
- Στο ντουλαπάκι του φορτηγού, έχει ένα διακόπτη, (κάτι που ήξερα) πάρε το φορτηγό και βάλτο στην πλατεία σε μέρος που να μην εμποδίζει, πάρε και αυτά τα χρήματα, (μου έδωσε 3 χιλιάρικα, αρκετά για την εποχή εκείνη) βρες ένα ταξί και πήγαινε σπίτι.
Εν τω μεταξύ παρατήρησα τον χωροφύλακα ότι πήγε στο τζιπ πήρε κάτι και πλησίασε τον Πατέρα μου. Ήταν χειροπέδες. Ο πατέρας μου δεν μίλησε τον κοίταξε όμως με ένα βλέμμα που αναγκάστηκε και έβαλε τις χειροπέδες στην τσέπη του σακακιού του.
Για τα υπόλοιπα δεν ήμουν παρών. Το ίδιο βράδυ επέστρεψε ο πατέρας μου στο σπίτι. Δεν υπήρχε καμία κατηγορία εναντίων του για τον ξυλοδαρμό του κλέφτη αφού ο ίδιος επέμενε ότι χτύπησε μόνος του, γιατί φυσικά είχε τον σκοπό του.
Του ορίστηκε ημερομηνία δίκης, αφού είχαν περάσει πολλές ημέρες από το αυτόφωρο, και όλο αυτό το διάστημα έπιασε λυτούς και δεμένους παρακαλώντας τον Πατέρα μου να αποσύρει τίς κατηγορίες.
Ο Πατέρας μου όμως ήταν ανένδοτος.
- Όχι! Ας μου ζητούσε 10 – 20 κυψέλες να του τις χάριζα. Όχι όμως αυτό που έκανε.
Δεν αλλάζω γνώμη.
Ήρθε ακόμα η γυναίκα του και έπεσε στα πόδια της μητέρας μου, παρακαλώντας την να πείσει τον πατέρα μου, γιατί φοβόταν το ρεζίλεμα που θα πάθαιναν τα παιδιά τους τα οποία σπούδαζαν, αφού τότε ο σοφός νόμος, προέβλεπε μεταξύ των άλλων και εξορία.
Τελικά έπιασαν τον άνδρα μιας από τίς αδελφές του Πατέρα μου, έναν άνθρωπο πού εκτιμούσε και αγαπούσε πολύ ο Πατέρας μου να τον πείσει να αποσύρει την μήνυση.
- Κάνετε ότι θέλετε όμως την μήνυση εγώ δεν την αποσύρω.
Τελικά στο Δικαστήριο, κατόρθωσαν να βρουν κάποιον μελισσοκόμο πού είχε μέλισσες κοντά στο δικό μας μελισσοκομείο και έφτιαξαν ένα χαρτί με ημερομηνία παλαιότερη από την ημερομηνία κλοπής, που ανέφερε με υπογραφή δύο μαρτύρων ότι ο συγκεκριμένος μελισσοκόμος πουλάει στον αρχικλεφταρά 6 μονόπατα μελίσσια.
Το ψευτόχαρτο έπιασε τόπο στο δικαστήριο, αφού υπήρξαν και ψευδομάρτυρες. Ο κατηγορούμενος είπε ότι απλώς δεν ήξερε και έκανε λάθος το μελισσοκομείο νομίζοντας ότι είναι του πωλητή και ότι ήταν πάντα διαθέσιμος για αποζημίωση απλώς ο κατήγορος δεν την δεχόταν, όπως δεν δεχόταν και την επιστροφή των μελισσοσμηνών. Όσο για τις κλειστές κυψέλες δήλωνε άγνοια.
Το δικαστήριο αμφέβαλε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.
Ο κλέφτης θέλησε να αποζημιώσει τον Πατέρα μου αλλά αυτός δεν δέχτηκε ποτέ.
Δυστυχώς αν βρεις μια καλή δικαιολογία, κάνεις τον ψυχικά ασθενή, τον κλεπτομανή, τον πρεζάκια την βγάζεις ελαφριά.
Γεώργιος Κοτζιάς