Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Επάγγελμα Πεταλωτής




Πηγή
Περιοδικό ΏΛΕΝΟΣ της Σταμνάς Μεσολογγίου.

Ο Μπάρμπα Σπύρος ο Πεταλωτής, τυχαίνει να είναι ο Παππούς μου.
Σας έχω μιλήσει πολλές φορές για τον παππού μου, είναι ο σοφότερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει.
Τον άλλον μου παππού δεν τον πρόλαβα καθόλου αφού έφυγε πριν γεννηθώ.

Ο παππούς μου γεννήθηκε το 1909 στην Σταμνά και ένα από τα επαγγέλματα του στα νιάτα του ήταν Πεταλωτής.
Σήμερα ακούγεται κάπως παράξενα αλλά στην εποχή του ήταν πολύ σημαντικό επάγγελμα.
Η τέχνη να πεταλώνεις τα ζώα δεν ήταν εύκολη, ένα λάθος να έκανες και να πλήγωνες το πόδι του Αλόγου θα κατάστρεφες την Οικογένεια που το είχε, αφού από το Άλογο περίμεναν να δουλέψουν τα χωράφια και να βγάλουν τον επιούσιο για την μεγάλη συνήθως τότε οικογένεια τους.

Κάτι που ίσως παρέλειψε να πει ο Παππούς στην συνέντευξη είναι ότι το επάγγελμα το έμαθε καλύτερα στο Στρατό, αφού αυτή ήταν η ειδικότητα του.

Ο παππούς πολέμησε στον πόλεμο με τους Ιταλούς και μιλούσε συνέχεια για μια σκληρή μάχη που έδωσαν στην Αλβανία για ένα ύψωμα, που το έπαιρνε ο ένας από τον άλλο συνεχώς, μέχρι που τελικά επικράτησαν οι Έλληνες με πολλά θύματα και από τις δυο πλευρές.

Έδωσε την συνέντευξη αυτή το καλοκαίρι του 1993 ή 94 δεν είμαι πολύ σίγουρος.

Μίλησε για το στούμπισμα του καλαμποκιού.
Αυτό δεν ήταν απλός αγαπημένη ασχολία όπως λέει το άρθρο, ήταν μια ακόμα σοβαρή υπόθεση.
Όταν ο κόσμος τρυγούσε τα καλαμπόκια του τα παλιά χρόνια, τον Οκτώβριο μήνα γινόταν αυτό, μετέφεραν τις ρόκες σε τσουβάλια στα χωριά στα λεγόμενα αλώνια.

Το καλαμπόκι δεν γινόταν να το πατήσουν με τα άλογα όπως το σιτάρι για να βγουν τα σπόρια.

Έφτιαχναν ένα εργαλείο που το έλεγαν Στουμπιστήρι, ή Κοπανιστήρι, αυτό ήταν ένα γερο ξύλο ύψους περίπου 1.80 που στην άκρη του έδεναν με περίτεχνο τρόπο ένα πιο χοντρό ξύλο σαν ρόπαλο.
Όταν χτυπούσε με φόρα το ρόπαλο αυτό τις ρόκες, αυτές σκορπούσαν τα σπόρια του καλαμποκιού, και επειδή το ρόπαλο ήταν δεμένο με σκοινί στο ξύλο που κρατούσαν στα χέρια σαν βάση, δεν υπήρχε κανένας κραδασμός που να καταπονεί τα χέρια.

Η δουλειά αυτή ήταν σημαντικό να γίνει πριν πιάσουν οι πρώτες βροχές του Φθινοπώρου και βραχεί η σοδειά.
Το Άλογο αυτό ήταν ο Καράς, και ήταν το τελευταίο που είχε ο Παππούς, το είχε γεννήσει η φοράδα του το 1970.
Στα νιάτα του υπερηφανευόταν ότι είχε πολύ ωραία και δυνατά ζώα.

Το συγκεκριμένο το είχε πλέον για να πηγαίνει στα χωράφια να περιποιείται τις κατσίκες του.
Ήταν πολύ περήφανος και τεχνίτης άνθρωπος.
Έφτιαχνε καλύβες που έμοιαζαν με σπιτάκια και ήταν εξολοκλήρου με ξύλο και βέργες πλεγμένες.
Απ έξω έβαζε πάπυρο, ένα χορτάρι που βγαίνει στο ποτάμι και δεν επέτρεπε στο νερό της βροχής και στον αέρα να το περάσει, ενώ αντί για κεραμίδι έβαζε Ρένα στην οροφή, ένα άλλο χορτάρι που επίσης έβγαινε στο ποτάμι και δεν έβαζε νερό.

Έφτιαχνε καταπληκτικό γιδοτύρι, και ήταν μεγάλος τεχνίτης στο να γδέρνει ζώα.
Ήξερε ένα σωρό ιστορίες, κυρίως διδακτικές που θυμάμαι ελάχιστα πλέον και χωρίς λεπτομέρειες.
Θυμάμαι με νοσταλγία, όταν έκανε κρύο το χειμώνα να ψήνουμε με τον παππού κάστανα και κρεμμύδια στη χόβολη στο Τζάκι να τα τρώμε και να μου λέει ιστορίες.

Έφυγε στις 26 Δεκεμβρίου 1999.

Παππούλη όπου κι αν είσαι θέλω να είσαι καλά, και να ξέρεις ότι μου λείπεις πολύ.


Βασίλης Ξεσφίγγης