Σελίδες

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Ιστορίες...Το δικό μου μέλι Β΄ έκδοση




Τα παιδικά χρόνια μου δεν ήταν και τα πλέον εύκολα.

Μεγάλωσα σε χωριό, η οικογένεια μου ήταν αγρότες, με όλα όσα συνεπάγεται το επάγγελμα αυτό, θυμάμαι έντονα τα καλοκαίρια που ήθελα όπως όλοι να πάμε παραλία για μπάνιο, ότι δεν μπορούσαμε γιατί έπρεπε να αρμαθιάσουμε τον καπνό.


Έχει και τα καλά του όμως το χωριό, είναι διαφορετικό για ένα παιδί να μεγαλώσει στο χωριό κοντά στη φύση απ ότι κλεισμένο μέσα στην καθημερινότητα της τσιμεντούπολης.

Παρ όλα τα όσα παραπονάκια μου όμως έχω κι όμορφες στιγμές να θυμάμαι.
Και δεν είναι και λίγες αυτές.
Είχα την τύχη να έχω έναν εξαιρετικό παππού και δυο πολύ καλές γιαγιάδες.

Τον άλλον παππού δεν τον γνώρισα γιατί έφυγε πριν γεννηθώ.

Ο παππούς μου λοιπόν ήταν παππούς με όλη την κυριολεξία της λέξης.

Από τα νιάτα του ακόμα είχε άλογα, το επάγγελμα του ήταν πεταλωτής κι ακόμα τον θυμάμαι με το σατράνι και την τανάλια να καλιγώνει τα άλογα των συγχωριανών του μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Νομίζω ότι σε όλα τα μικρά παιδιά αρέσουν τα άλογα και τα κοιτάζουν με δέος.

Ούτε ξέρω πόσες ώρες έχω περάσει στη ζωή μου κοιτάζοντας το ολόμαυρο άλογο του παππού μου, τον Καρά.

Δεμένος στους κήπους κοντά στο σπίτι μας να βόσκει χλόη ήταν εύκολη θέα για μένα από το παράθυρο του δωματίου μου.
Τον Καρά τον είχα πλάσει έτσι στην παιδική μου φαντασία και τον θεωρούσα ότι είναι το δυνατότερο άλογο απ όλα, κι ο αρχηγός των άλλων αλόγων.

Ίσως αυτό να έγινε γιατί μια μέρα βγήκα στα μουλωχτά και προσπάθησα να πάω εκεί που τον είχε δεμένο ο παππούς μου για να τον χαϊδέψω.

Αυτός ο αφιλότιμος όταν πλησίασα κοντά σηκώθηκε στα δυο του πόδια, χλιμίντρησε δυνατά και με κοψοχόλιασε.
Έκτοτε δεν το ξαναέκανα ούτε και μίλησα σε κανέναν γι αυτό το περιστατικό μέχρι σήμερα.
Ο παππούς μου λοιπόν είχε και 5-6 κατσίκες για να περνάει την ώρα του και για να έχει να ασχολείται.

Αυτές το χειμώνα τις είχε κοντά στο χωριό, ενώ το καλοκαίρι τις πήγαινε στα χωράφια κοντά στο ποτάμι που είχε ποιο πολύ βοσκή αλλά και που ήταν και τα καπνοχώραφα κοντά εκεί.

Τότε όλος ο κόσμος έβγαινε στα χωράφια το καλοκαίρι, σωστό πανηγύρι στον κάμπο, λαός πολύς για να μαζέψει τα καπνά.

Εγώ του ζητούσα πολύ συχνά να με παίρνει μαζί του στις κατσίκες, κι αυτός με έπαιρνε, μάλλον του άρεσε να έχει τα εγγόνια του μαζί του.

Από τα 12 εγγόνια που είχε μόνο τα 2 είχαμε την τάση να πηγαίνουμε κοντά στον παππού συνέχεια.
Τώρα που το σκέφτομαι η επιθυμία μου αυτή πρέπει να εκδηλωνόταν γιατί ο παππούς με έβαζε στα καπούλια του αλόγου και πηγαίναμε στα χωράφια.

Φυσικά αυτός έμπαινε στο σαμάρι του αλόγου.

Εγώ όμως έστω κι έτσι καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι καβάλα στο άλογο.

Καμάρωνα πολύ γιατί ο φίλος μου ο Μάρκος έμπαινε καβάλα στο γαϊδούρι, εεεε κι εγώ που ήμουν σε ολόκληρο άλογο πώς να μην καμαρώσω μετά;
Όμως μια μέρα καθώς πηγαίναμε εμείς με το άλογο μπροστά κι ο Μάρκος με το γαϊδούρι από πίσω, τι λέτε πως έκανε;

Έκοψε ένα κοτσάνι ξύλο, έδωσε με αυτό μια σουβλιά στα πισινά της γαϊδούρας, τρελάθηκε αυτή και μας προσπέρασε γκαρίζοντας, κι ο αναίσχυντος ο Μάρκος μας πείραζε κι από πάνω που μας άφησε δεύτερους.
Την επόμενη μέρα όπως ήταν φυσικό κι επόμενο είχα σχέδιο…
Έβαλα στην τσέπη μου μια μεγάλη πρόγκα, που να φτουρήσει το όποιο κοτσάνι του Μάρκου μπροστά στην ωραιότατη πρόγκα την δική μου;

Αλώστε κοτζάμ άλογο ήθελε και το ανάλογο εργαλείο χε χε.
Το είχα σχεδιάσει και πολύ καλά, λέω μέσα μου, όταν θα φτάσουμε στην στροφή που είναι η μεγάλη συκιά εκεί ο δρόμος έχει μισό μέτρο σκόνη, σαν αλεύρι ήταν εκείνη η σκόνη βρε παιδί μου, όταν λοιπόν φτάσουμε εκεί θα δώσω μια με την πρόγκα στο άλογο θα τρέξει αυτό και θα κάνει τον Μάρκο που θα έρχεται από πίσω με την γαϊδούρα λευκό σαν κουραμπιέ. . .
Πηγαίναμε λοιπόν μια χαρά στο δρόμο μας κι ο παππούς είχε βγάλει την καπνοσακούλα του να στρίψει ένα τσιγάρο, ο Μάρκος μπορεί και να νύσταζε, σε καμία περίπτωση πάντως κανείς δεν υποψιαζόταν το παραμικρό για το τέλειο εκδικητικό σχέδιο μου, μόνο εγώ είχα ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά όσο πλησιάζαμε το σημείο με την σκόνη.
Για να μην τα πολυλογώ, με το που φτάνουμε στο σημείο αυτό βγάζω από την τσέπη μου την πρόγκα και χωρίς να το πολυσκεφτώ τραβάω μια σουβλιά στα καπούλια του καρά με όλη μου την δύναμη. . .
Αυτό που επακολούθησε δεν περιγράφεται, το άλογο πετάχτηκε στον αέρα, η καπνοσακούλα του παππού από τότε ακόμα αγνοείται, κι εγώ μόλις και μετά βίας πρόλαβα να κρατηθώ απ το γιλέκο του παππού μου για να μην πέσω, ο δε παππούς σίγουρα απ τα αυτιά του αλόγου πρέπει να πιάστηκε και κατάφερε να κρατηθεί.

Ο Μάρκος από πίσω ξύπνησε απότομα κοιτάζοντας το περίεργο θέαμα γουρλώνοντας τα μάτια του.
Τότε ο παππούς τα έβαλε ευτυχώς με το άλογο χε χε.
Ψοφίμι, που να σου βγουν τα μάτια φώναζε, και θα μας σκότωνες και θα μας έκανες και μυλωνάδες απ την πολύ σκόνη σήμερα.

Που να φανταστεί ο καημένος τι έπαθε το άλογο, ίσως να νόμισε ότι του ήρθε νταμπλάς η ότι το γαργάλησε καμιά αλογόμυγα. . .

Φυσικά εγώ ούτε φωνή ούτε ακρόαση και με την πρώτη ευκαιρία πέταξα και την πρόγκα μη τυχόν μ ανακαλύψουν.
Εκεί λοιπόν κοντά στα μέρη που έβοσκαν οι κατσίκες του παππού το μέρος είναι πανέμορφο.

Από την μια ο Αχελώος με τα κρύα του γάργαρα νερά, με τα πλατάνια του και τις ιτιές του, ενώ 500 μέτρα ποιο πάνω το έδαφος αγριεύει και γίνεται κόκκινο κι εκεί χιλιάδες αιωνόβιες βελανιδιές ρίχνουν τον παχύ ίσκιο τους το καλοκαίρι, κι όποιος περάσει μέσα στο λιοπύρι και σταματήσει για λίγο σ αυτόν τον ίσκιο θα δροσιστεί, και θα μοσχομυρίσει το υπέροχο άρωμα που αφήνουν στον αέρα τα φύλα της βελανιδιάς.
Και στο ένα χιλιόμετρο από τον Αχελώο το χώμα γίνεται άσπρο και στο σημείο εκεί φυτρώνουν θυμαράκια, ενώ τα ατελείωτα ρέματα της περιοχής είναι γεμάτα από σεμνές λυγαριές.
Μια μέρα καθόμασταν λοιπόν στον ίσκιο και τότε ο παππούς άρχισε να μου λέει μια ιστορία από τις αμέτρητες που μου έχει πει.

Του άρεσε πολύ του παππού να λέει ιστορίες, κι εμένα μου άρεσε να τον ακούω γιατί είχε πολύ ωραίο τρόπο που τις έλεγε.
Όταν είχα τη μανά σου μικρή μου λέει, ήμουν εδώ ποιο πέρα, εκεί που βλέπεις εκείνη την μεγάλη βελανιδιά, κι όπως πέρναγα παίρνει το αυτί μου ένα βουητό, πλησιάζω ποιο κοντά και βλέπω στην κουφάλα της γέρικης βελανιδιάς ένα μελίσσι που είχε κάνει φωλιά.

Η κουφάλα ήταν τόσο μεγάλη στον χοντρό κορμό της βελανιδιάς που άνετα χώραγαν να μπουν δυο άτομα μέσα και οι μέλισσες είχαν κολλήσει τις κηρήθρες τους σε μια άκρη και κρεμόντουσαν όλες άσπρες άσπρες.
Ήταν φθινόπωρο και είχε καλό καιρό, όταν πήγα σπίτι λέω στη γιαγιά σου να μου ετοιμάσει το μεγάλο το ταψί αυτό που φτιάχναμε πίτα, πείρα και την μάνα σου μαζί μου που ήταν μικρή πείρα και πανιά και θειάφι και ξεκινήσαμε για το μελίσσι.

Όταν φτάσαμε εγώ τύλιξα τα πανιά και τα έκανα μπάλα, τους έριξα και μπόλικο θειάφι, άναψα τα πανιά και θα πέταξα μέσα στην κουφάλα που ήταν το μελίσσι.
Μετά από λίγο είχε καθαρίσει ο τόπος από τις μέλισσες, τότε πείρα το ξέστρο που ξύναμε το χώμα από το αλέτρι και με αυτό έξυνα κι έκοβα τις κηρήθρες μια μια και τις έβαζα μέσα στο ταψί.

Τέτοιο μέλι δεν έχω ξαναφάει στην ζωή μου, μου είπε.

Εγώ τον άκουγα αποσβολωμένος και προσπαθούσα να φέρω σαν εικόνα στο μυαλό μου όσα μου έλεγε...
Αυτό και το περιστατικό με το λίπασμα στο χωράφι που σας έχω πει, χαράχτηκαν πολύ έντονα στην μνήμη μου από μικρός και συνδέθηκαν άμεσα με την μέλισσα μπολιαζοντάσμαι ίσως από τότε με το μικρόβιο της μελισσοκομίας.
Κι όταν εγώ μετά από κάμποσα χρόνια έφτιαξα μελίσσια φυσικά που αλλού θα μπορούσα να εγκαταστήσω το μελισσοκομείο μου εκτός από εκεί που ήταν το άγριο μελίσσι που μου είχε διηγηθεί ο παππούς την ιστορία αυτή στα παιδικά μου χρόνια;
Κι όταν βγάζω μέλι από εκεί μου δίνεται η εντύπωση πως είναι από εκείνο το ίδιο μέλι που έβγαλε ο παππούς μου με την μάνα μου πριν πολλά χρόνια, και δεν το αλλάζω με κανένα φυσικά είναι δεν είναι νοστιμότερα από αυτό.
Γιατί αυτό είναι το δικό μου μέλι, το μέλι του παππού μου…
Παππού, που με κοιτάς τώρα από ψηλά, συγγνώμη μωρέ για τότε με το άλογο.

Σε ευχαριστώ για τις ωραίες στιγμές και τις ωραίες σου ιστορίες.